«Από πότε τα παιδιά των άλλων

δεν είναι και δικά μας παιδιά;»

Είναι από εκείνες τις στιγμές που κοιτάς την εικόνα και ο εγκέφαλος δεν μπορεί να επεξεργαστεί την πληροφορία. Βραχυκυκλώνει. Πόση φρίκη, πόση αποκτήνωση, πόση εγκληματική αδιαφορία… Πόσο ωχριούν οι λέξεις μπροστά σε αυτό που συμβαίνει… Ένα κοριτσάκι οκτώ χρονών σφηνωμένο σε μια ηλεκτρική πόρτα αποθήκης στο Κερατσίνι, αργοπεθαίνει δίπλα σε κόσμο που περνά, το κοιτά και δεν το βοηθά να σωθεί.

Η μικρή Όλγα δεν μπόρεσε να περάσει γρήγορα τη μεταλλική πόρτα. Εγκλωβίστηκε μαρτυρικά, στην αφόρητη ασφυξία της πίεσης της. Σπαρταρά, καθώς φεύγει η ζωή από κάθε πόρο του κορμιού της, δίπλα σε ανθρώπους που βαδίζουν ατάραχα. Στο βίντεο που κατέγραψε την τραγωδία και μεταφέρεται από οθόνη σε οθόνη,  η φρίκη κορυφώνεται, όταν κάποια στιγμή η ηλεκτρική πόρτα ανοίγει και το άψυχο κορμάκι του οκτάχρονου κοριτσιού απελευθερώνεται και πέφτει καταγής.

Κάποιοι το πλησιάζουν και το κλοτσούν με το πόδι για να δουν αν ζει, σαν να μην πρόκειται για άνθρωπο, σαν να μη βλέπουν το παιδί, σαν να μην τους αγγίζει η τραγωδία που αντικρίζουν  μπροστά τους. Οι ίδιοι άνθρωποι που είδαν το οκτάχρονο να ξεψυχά απροστάτευτο, και αφού έπεσε νεκρό το κλότσησαν για να δουν αν του έμεινε ίχνος ζωής, όταν γυρίζουν στα σπίτια τους,  χαϊδεύουν τα κεφαλάκια των παιδιών τους και τα παίρνουν αγκαλιά με γλυκόλογα και τρυφεράδες.

Οι ίδιοι άνθρωποι που στάθηκαν ατάραχοι μπροστά στον μαρτυρικό θάνατο της μικρής Όλγας, λιποθυμούν από πόνο στη σκέψη και μόνο, μη πάθουν κακό τα δικά τους παιδιά. Αγωνία, έγνοια, φροντίδα και αγάπη, για τα δικά τους παιδιά. Όχι για τα παιδιά των άλλων.

Και από πότε τα παιδιά των άλλων, δεν είναι και δικά μας παιδιά; Από πότε οι πανανθρώπινες αξίες της ζωής που κυκλώνουν τη γη, σταμάτησαν να φωτίζουν το δρόμο μας και η ύπαρξή μας θαμπώνει και συρρικνώνεται σε ένα αφόρητο «εγώ», που αδιαφορεί για τον πόνο του άλλου, που συνηθίζει το θάνατο του διπλανού, που αντέχει τη φτώχεια του ξένου, που κάνει πως δε βλέπει τη θλίψη του ανήμπορου που καταρρέει.

Μια κοινωνία ολόκληρη αποχαυνώνεται στον καναπέ με άθλια reality (που ξεφτιλίζουν κάθε ανθρώπινη αξία),  εκπαιδεύεται να βάζει ίσες αποστάσεις στα άνισα μεγέθη της εκμετάλλευσης, απανθρωπίζεται αθόρυβα, σαν καλός κυρ’ Παντελής, μένοντας αδιάφορη στη βία, την κακοποίηση, τον ρατσισμό, τον φασισμό… Χάνονται άνθρωποι για το τίποτα, φεύγουν ανθρώπινες ζωές από τη μια στιγμή στην άλλη,  μα αυτή η ιστορία της μικρής Όλγας είναι από αυτές που δεν αντέχονται… και δεν πρέπει να ξεχαστεί… Της το χρωστάμε…

«Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.

Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;

Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ’ το γέλιο του πανέτοιμα κι επίβουλα; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,

την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα,

μα όλες τις νύχτες ‘κείνη η πόρτα ανοιχτή

χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του».