«Μα, πάρτε καλέ ένα λουκουμάκι…» επέμενε με σκέρτσο σε ευθυτενή αστυνομικό της Ασφάλειας που συνόδευε επίσημο πρόσωπο»
Ήταν πριν πολλά-πολλά χρόνια όταν για τις ανάγκες του ρεπορτάζ βρέθηκα σε ένα μοναστήρι της Κρήτης. Εγώ και δεκάδες άλλοι. Κοσμοσυρροή λόγω ενός ιδιαίτερου γεγονότος που επέβαλε την παρουσία πλήθους, επισήμων, δεσποτάδων, κληρικών, πιστών και χωρικών από την περιοχή.
Παρατηρούσα με μεγάλη προσοχή τα τεκταινόμενα καθώς δεν είχα προηγούμενη εμπειρία και όλο αυτό ήταν πρωτόγνωρο τότε για μένα. Στη μεγάλη σάλα θα παρατίθεντο γεύμα προς τιμήν των επισήμων. Ο απλός λαός, οι παρατρεχάμενοι των επισήμων, συνοδείες και δημοσιογράφοι είχαμε ακροβολιστεί στον περίβολο της Μονής που μοσχοβολούσε από τα ανθισμένα δένδρα και τα λουλούδια.
Οι περισσότεροι σε «πηγαδάκια», κάποιοι ρέμβαζαν, άλλοι πάλι ξαπόσταιναν στα πέτρινα πεζούλια, απολαμβάνοντας τη δροσερή σκιά. Νεαροί μοναχοί έτρεχαν πάνω-κάτω πανικόβλητοι να σερβίρουν τους επισήμους, να τρατάρουν και τον κόσμο έξω στον περίβολο μια πορτοκαλάδα βιοχύμ και ένα λουκουμάκι.
Και λέγοντας λουκουμάκι θυμήθηκα εκείνο το στρουμπουλό καλογεράκι με τα ροδαλά μαγουλάκια. Ήταν τόσο χαρούμενο μέσα στο πλήθος. Σαν μια μικρή πεταλουδίτσα. Κρατούσε ένα δίσκο με πορτοκαλάδες και λουκουμάκια και κερνούσε γύρω-γύρω σαν να ήταν γάμος. «Μα, πάρτε καλέ ένα λουκουμάκι…» επέμενε με σκέρτσο σε ευθυτενή αστυνομικό της Ασφάλειας που συνόδευε επίσημο πρόσωπο.
Και όσο ο αστυνομικός αρνιόταν, τόσο ο συμπαθής μοναχός έδειχνε να το είχε βάλει γινάτι να κάμψει την αντίσταση του. «Θα πάρεις, θα πάρεις, θα πάρεις…» του είπε, χτυπώντας με πείσμα το ποδαράκι στο πλακόστρωτο όσο του έβγαζε μια τόσο δα μικρούλα κλωστίτσα από το πέτο του κουστουμιού.
Συνειδητοποιώντας ότι η ιστορία θα τραβούσε, το ξανασκέφτηκε, φαίνεται, ο αστυνομικός, ο οποίος εντέλει… ενέδωσε στο λουκουμάκι τριαντάφυλλο που του πρόσφερε με τόση επιμονή και θέρμη ο νεαρός μοναχός. Και το έκανε μια χαψιά. Λίγο έλειψε να φάει και την οδοντογλυφίδα μαζί πάνω στο οποίο ήταν καρφωμένο.
Ο μοναχούλης σχεδόν εκστασιασμένος που επιτέλους ο αστυνομικός εδέησε να του κάνει το χατίρι με το λουκουμάκι αναφώνησε με ενθουσιασμό «το έφαγες, το έφαγες, το έφαγες», αναπήδησε μία φορά επί τόπου και χαρούμενος έκανε μεταστροφή και χάθηκε μέσα στο πλήθος με μικρά, κοφτά αλματάκια. Τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες αυτή τη σκηνή. Βλέπετε, η αγκαλιά του Θεού όλους μας χωράει, είτε φάμε το λουκουμάκι είτε όχι…