«Ενδυνάμωσα την κρητική μαγειρική μου φλέβα»
Ο γνωστός Κρητικός σεφ Μανώλης Παπουτσάκης είναι ένας άνθρωπος που έχει αποδείξει την αξία του, όχι μόνο μαγειρικά. Το αποδεικνύει για μια ακόμη φορά, με το κείμενο που έγραψε, με αφορμή την επιστροφή για δύο μήνες, λόγω καραντίνας, στο σχεδόν έρημο χωριό του στην περιοχή των Χανίων. Με συντροφιά την ξυλόσομπά του και τα ντόπια φρέσκα εποχιακά υλικά, ξανασυστήθηκε με την ουσία της μαγειρικής που χρειάζεται αφοσίωση και αγάπη.
“Πέρασα κοντά δυο μήνες στην Κρήτη. Ήταν, αν και απρογραμμάτιστο, ένα πλούσιο συναπάντημα με τον τόπο μου και τη φύση του και αισθάνομαι πραγματικά τυχερός που είχα την ευκαιρία μέσα σε μια δύσκολη συγκυρία να μείνω ξανά για τόσο μεγάλο διάστημα απομονωμένος στο χωριό.
Συναντήθηκα ξανά με τις πέτρες μας και τα χωράφια, τα αμέτρητα χόρτα και τα λιόδεντρα, τα πλούσια άνθη και τις μυρωδιές τους. Ξανασυστήθηκα με την παλιακή μαγειρική με τρόπο ουσιαστικό και βαθύ έχοντας συντροφιά την ξυλόσομπά μου. Κάθε μου πιάτο ήταν μπολιασμένο από τις βόλτες μου στην εξοχή, κάθε μου έμπνευση ερχόταν φυσικά και αβίαστα απ’ ό,τι καλό μου έδινε καθημερινά η αναζήτησή μου. Αναστοχάστηκα πάνω στην τέχνη μου και ενδυνάμωσα τη κρητική μαγειρική φλέβα μου.
Το πρώτο διάστημα στο νησί σκεφτόμουν ασταμάτητα τι πρέπει να κάνω για να βοηθήσω τη δουλειά μου μέσα σε αυτήν την αναπάντεχη και τρομακτική κρίση. Έψαχνα και έβρισκα διεξόδους, πρότεινα ιδέες καινοτόμες, σχεδίαζα αλλαγές και προσθήκες, έστιβα το μυαλό μου για να βρω τις λύσεις στο πρόβλημα. Εξάντλησα, νομίζω κάθε σενάριο και κάθε δυνατότητα για το πώς θα οργανώσω το «αύριο» στη δουλειά μου. Η αλήθεια είναι πως όλο αυτό άρχισε μετά από λίγο να με κούραζει, αφού κατα βάθος γνώριζα ότι όλες εκείνες οι υποθέσεις ήταν μάλλον μικρής σημασίας, καθώς στην ουσία σχεδιάζα το μέλλον πάνω σε ένα αραχνοΰφαντο εύσχιστο ριζόχαρτο. Γι’ αυτό και αποφάσισα να επικεντρωθώ σε αυτό που θα ήταν σε κάθε περίπτωση το πραγματικά δυνατό μου χαρτί, την ίδια τη μαγειρική μου.
Έτσι, τελικά η δική μου βασική πρόταση απέναντι στη δύσκολη κατάσταση που ο χώρος των εστιατορίων βιώσε και βιώνει, είναι να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τον προσωπικό μας μαγειρικό χαρακτήρα. Να τον ενδυναμώσουμε μέσα από μια βιωματική σχέση ξανακοιτώντας τον τόπο, την ύλη και τους δικούς μας ξεχωριστούς τρόπους μαγειρικής έκφρασης. Ο κόσμος που θέλουμε να έρθει πίσω στα εστιατόριά μας, ο δικός μας κόσμος, θα είναι ξανά εκεί παρά τις αντιξοότητες, αν θυμηθεί πως στην κεφαλή της κουζίνας στέκει ένας μάγειρας που δεν ξέχασε ποιος είναι, τι και γιατί μαγειρεύει και αφοσιωμένος βαθιά προσφέρει νόστιμο, αληθινό φαγητό”.