«το βαθμό δυσκολίας της συνεννόησης, δεν τον αυξάνουν μόνο τα μονοπρόσωπα ή τα διπρόσωπα συμφέροντα, αλλά
και οι εν γένει ανυπέρβλητες δυσκολίες της δημοτικής Αρχής να καταφέρει να λειτουργήσει ενιαία…»

Η τελευταία συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν πραγματικά πολύ διδακτική από πολλές απόψεις.  Μετά από δύο χρόνια διαλόγου για την νέα κυκλοφοριακή μελέτη της παλιάς πόλης, στο «παρά πέντε» της τελικής απόφασης,  η συζήτηση τινάχθηκε στον αέρα, ενώ ήθελε ελάχιστο χρόνο ακόμα, για να φτάσουν οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων να χειροδικήσουν.

Ο άγριος καυγάς, προβάλλονταν σε ζωντανή μετάδοση  και έτσι ο καθένας είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει ποιοι έδειχναν να απολαμβάνουν καθήμενοι στα έδρανα τους και το τελευταίο δευτερόλεπτο της άγριας λεκτικής σύγκρουσης, ποιοι συγχρονίστηκαν με τα φωτογραφικά «κλικ» για να προσεγγίσουν με μια αργόσυρτη διαδρομή στο σημείο που ο καυγάς έβραζε και να δηλώσουν παρουσία Πόντιου Πιλάτου, και κυρίως την ευκολία με την οποία γλίστρησε η συζήτηση στο απόλυτο αδιέξοδο, αφού κανείς δεν πήρε μια πυροσβεστική πρωτοβουλία να φρενάρει την αντιπαράθεση, που για κάποιους, αποδεικνύεται επικοινωνιακό δώρο.

Το σκηνικό αυτό, θα μπορούσε να είναι τόσο διαφορετικό αν λάβει κανείς υπόψη του, πόσα χρόνια περίμενε το Ηράκλειο  να έρθει η αναθεωρημένη κυκλοφοριακή μελέτη, για την οποία δεν μπορεί κανείς  να μην αναρωτηθεί τι πακτωλός χρημάτων έχει διατεθεί για τις επικαιροποιήσεις που έγιναν στο παρελθόν και έμειναν στα χαρτιά.

Η ολοκλήρωση της νέας κυκλοφοριακής μελέτης που τροχοδρομείται να υλοποιηθεί, ήρθε σε μια χρονική όπου το μεγάλο έργο της ανάπλασης της Δικαιοσύνης, Ίδης, Έβανς, 1821, άλλαξε τα δεδομένα  του Ηρακλείου, όπου παρά τα λάθη και τα διαχειριστικά προβλήματα που καταγράφηκαν στην κατασκευή του,  η κοινωνία το αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή, δείχνοντας πόσο ανάγκη έχει αυτή η πόλη από ένα ποιοτικότερο αστικό περιβάλλον, όπου θα μπορoυν να περπατούν ανεμπόδιστα οι πεζοί και δεν θα έχουν δικαιώματα μόνο τα αυτοκίνητα.

Μέσα σε αυτό το κλίμα ήρθε προς συζήτηση η κυκλοφοριακή μελέτη, η οποία έγινε αντικείμενο διαλόγου τα  δύο τελευταία χρόνια, που κορυφώθηκε στις δύο προηγούμενες  συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου. Η επαναφορά του θέματος για τρίτη φορά,  αποδείχτηκε  «ναρκοθετημένη». Και εδώ είναι ξεκάθαρο ότι το βαθμό δυσκολίας της συνεννόησης,  δεν τον αυξάνουν μόνο  τα μονοπρόσωπα ή τα διπρόσωπα συμφέροντα, αλλά και οι εν γένει δυσκολίες της δημοτικής Αρχής να καταφέρει να λειτουργήσει ενιαία και αποτελεσματικά, έστω και την ύστατη ώρα που το Δημοτικό Συμβούλιο μετατράπηκε σε αρένα.

Η αμηχανία των μελών της Δημοτικής Αρχής να συμπράξουν ενιαία, με όρους πολιτικής στρατηγικής σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή και με ευελιξία να διαχειριστούν και να ανατρέψουν το κλίμα της αντιπαράθεσης, χαρτογραφεί  τα βαθιά εσωτερικά αδιέξοδά της τα οποία ούτε καν ενδιαφέρεται να κρύψει. Και όπως όλα δείχνουν το κλίμα αυτό θα επιδεινώνεται, καθώς βηματίζουμε προς τις εκλογές, όπου  τα στελέχη της παράταξης έχουν  το καθένα σαν ευαγγέλιο τη δική του προσωπική πολιτική ατζέντα την οποία υπηρετεί με αυτοεγκωμιαστική ευλάβεια.

Ο τρόπος που εξελίσσονται τα πράγματα στο εσωτερικό  της δημοτικής Αρχής, δείχνουν ότι πληθαίνουν και βαθαίνουν όλο και πιο χαοτικά  οι ρηγματώσεις του συρρικνωμένου πυρήνα της. Το διακύβευμα εδώ ασφαλώς είναι το πως θα κυλήσουν οι επόμενοι μήνες για την πόλη και τα προβλήματά της, μέχρι τη λήξη της δημοτικής περιόδου, μέσα σε μια αφόρητη και ανυπόφορη συνεργασία όπου ο καθένας θεωρεί καταπίεση ακόμα και τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που αναγκαστικά συνυπάρχουν για τις επικοινωνιακές ανάγκες ενός φωτογραφικού καρέ. Με αυτούς τους όρους γράφεται ο επίλογος μιας δημοτικής συμπόρευσης  που μένει να επιβεβαιώσει τη γνωστή ρήση  «τα κάστρα πέφτουν από μέσα».