Λυπάμαι πολύ που η Δήμητρα έφυγε τόσο καταφρονεμένη. Και είχε τόσο δίκιο! «Το ρόδο, όπως και να το πεις, είναι ρόδο».

Δεν θυμάμαι τι έφαγα χθες, αλλά θυμάμαι σαν να ήταν χθες τον συμμαθητή μου στη Β΄ τάξη δημοτικού να έρχεται στο σχολείο, ένα χειμωνιάτικο πρωί Δευτέρας, με μάλλινες γκρι κάλτσες και μπαλαρίνες.

Είχαν σκιστεί τα παπούτσια του και αφού δεν είχε δεύτερο ζευγάρι, η μητέρα του τον έστειλε στο σχολείο με τις ροζ μπαλαρίνες της  αδερφής του. Ήρθε το παιδάκι σκοτεινιασμένο από την ντροπή  στο σχολείο. Στο πρώτο διάλλειμα βγήκε στην αυλή  αλλά επέστρεψε κατευθείαν στο θρανίο του. Τα περισσότερα παιδιά τον κορόιδευαν, δείχνοντας με το δάκτυλο τις μπαλαρίνες. Έμεινε με το κεφάλι σκυφτό μέχρι το σχόλασμα. Εκείνη την καταραμένη ημέρα το κουδούνι δεν έλεγε να χτυπήσει με τίποτα.

Την επομένη δεν ήρθε στο σχολείο. Την Τετάρτη εμφανίστηκε στο μάθημα με ολοκαίνουργια αθλητικά. Δεν έπαιξε ποδόσφαιρο, να μην τα λερώσει.

Ο Σ. ήταν το δεύτερο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Δούλευε μόνο ο μπαμπάς του στις οικοδομές. Μόλις βρήκε ο άνθρωπος τα λεφτά, πήρε στο παιδί παπούτσια. Ποτέ δεν κουβεντιάσαμε  το θέμα με τις μπαλαρίνες και ας συναντιόμαστε κάθε απόγευμα στη γειτονιά για παιχνίδι. Προσποιούμουν ότι καν δεν τις είχα προσέξει. Και όμως τόσα χρόνια μετά θυμάμαι ολοζώντανα εκείνη την ημέρα.  Και τώρα πια νιώθω και θυμό για τους δασκάλους μας, οι οποίοι αντί να δείξουν ευαισθησία και να προστατεύσουν το παιδάκι από τις κοροϊδίες των συμμαθητών του, χασκογελούσαν και εκείνοι σαν χάνοι.

Στην Α΄ τάξη του δημοτικού, άρχισα να βγάζω φακίδες στο πρόσωπο. Δεν άργησαν τα πειράγματα οι συμμαθητές μου. Πίπη η Φακιδομύτη! Άρχισα να αισθάνομαι άσχημα. Μια μέρα έβαλα τα κλάματα μπροστά στη μάνα μου. Και εκείνη δήθεν έβαλε τα γέλια. Με έπεισε, έξι ετών παιδί, ότι θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων διότι ο Θεούλης στην περίπτωση μου αφιέρωσε περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι σε άλλα παιδάκια. «Ξέρεις πόση ώρα πήρε στον Θεό  να ζωγραφίσει στη μυτούλα και στα μαγουλάκια σου αυτές τις κουκίδες;».

Αυτή η κουβέντα της μητέρας μου (για την οποία φυσικά γελάω τώρα) με βοήθησε ως παιδί. Κάθε φορά που με στεναχωρούσε κάτι, την έφερνα στο μυαλό μου σαν ένα κρυφό φυλαχτό.

Αν δεν έχω δεύτερα παπούτσια, αν έχω φακίδες, αν έχω παραπανίσια κιλά, αν κουτσαίνω, αν δεν μπορώ να πω το «ρ», αν γεννήθηκα Δημήτρης και νιώθω Δημητρούλα, κανέναν δεν πειράζει, κανέναν δεν βλάπτει. Δεν είναι κουσούρι, δεν είναι ψεγάδι, δεν έχει λιγότερη αξία η ζωή μου.

Αναγνωρίζω ότι πολλοί  γαλουχηθήκαμε σε ένα περιβάλλον με διαχωριστικές γραμμές και στερεότυπα. Αυτά ήξεραν, αυτά μας έμαθαν. Ας μην πεθάνουμε όμως με αυτές τις «τσιμεντωμένες» ιδέες, τις αντιλήψεις και τις λέξεις που πληγώνουν άλλους ανθρώπους, τους στοχοποιούν, τους θέτουν στο περιθώριο και τους καταδικάζουν στη δυστυχία. Λυπάμαι πολύ που η Γωγώ έφυγε τόσο πονεμένη. Λυπάμαι πολύ που η Δήμητρα έφυγε τόσο καταφρονεμένη.

Και είχε τόσο δίκιο! «Το ρόδο, όπως και να το πεις, είναι ρόδο».