Όλο το κιτς της ζωής μας, έχει δώσει τη θέση του
στο φόβο και
την «ομογενοποίηση»

Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, αλλά υπάρχουν πανηγύρια. Λύρες, μουσικές, χορός, αρώματα από σουβλάκια που καίγονται στα κάρβουνα, αλλά έτσι έχουμε συνηθίσει να τα απολαμβάνουμε και μπύρα σε πλαστικό, από εταιρείες που υπερηφανεύονται ότι πωλούν σε όλα τα πανηγύρια κι όλες τις συναυλίες.

Ή μήπως όχι; Όλο το κιτς της ζωής μας, έχει δώσει τη θέση του στο φόβο και την «ομογενοποίηση». Είτε είναι χειμώνας, είτε είναι καλοκαίρι, οι διαφορές είναι δυσδιάκριτες. Μόνο κάποια ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα στον Βόρειο Οδικό Άξονα, με «ατρόμητους» τουρίστες, που μάλλον έχουν περάσει κοροναϊό, βλέπεις και σου θυμίζουν πως έχει μείνει λίγο καλοκαίρι ακόμα, παρά την πρόσκαιρη νυχτερινή δροσιά, που κάνει αναγκαίο το σεντόνι. Κατά τα λοιπά … ούτε γιορτές, ούτε συναυλίες, ούτε πολλές πολλές μαζώξεις και κυρίως ούτε πολύ χωριό, ούτε πολύ ποτό, ούτε καν εκκλησία.

Σε κάποια πανηγύρια μαζεύτηκαν τολμηροί ηλικιωμένοι και ασφαλείς εμβολιασμένοι, να πείσουν την Παναγία πως δεν έχασαν ακόμα την πίστη τους. Για την ακρίβεια να πείσουν τους εαυτούς τους ότι ακόμα πιστεύουν, γιατί μέσα σε όλο αυτό τον αχταρμά θλίψης, πόνου κι εκτροχιασμού, κι η πίστη είναι μοιραίο να κλονίζεται ως ένα βαθμό. Ο Θεός όμως δεν είπε ποτέ ότι όλα θα πάνε καλά. Είπε πως θα είναι δίπλα μας, όπως κι αν πηγαίνουν τα πράγματα, αρκεί να έχουμε πίστη. Έχουμε όμως;

Διότι αυτό που έφερε η πανδημία και συνεχίζει να υπάρχει, είναι τόσο δύσκολο όσο θα ήταν μια τρομερή δοκιμασία. Στην οποία κατ’ αρχάς κλονίζεται η πίστη στο οτιδήποτε, ενώ κάτα δεύτερον χάνεται μοιραία η κοινωνική συνοχή.

Δεν είναι σίγουρα νέα ανακάλυψη το γεγονός πως εδώ και χρόνια δεν καθόμαστε πια στο ίδιο τραπέζι. Το οποίο, όσο κι αν απαξιώνεται, παραμένει σημαντικό, διότι διατηρεί μια ελάχιστη οικογενειακή σύνδεση, που είναι όμως απαραίτητη.

Εκτός από το τραπέζι όμως, χάσαμε φίλους, χάσαμε παρέες, χάσαμε την καλοκαιρινή ραστώνη και σίγουρα χάσαμε τις … Κυριακές. Όχι τις Κυριακές ως ημέρες, αλλά την αξία της Κυριακής. Την αξία της χαλάρωσης. Την αξία του να έχει νόημα να φορέσει κάποιος τα «καλά» του ρούχα. Την αξία του να τοποθετούνται μέσα στην καθημερινότητα μας, μέρες διαφορετικές.

Όλα ένα «πατσάλι» πια. Σαν να έχουν τα μάτια μας βαριάς μορφής κερατόκωνο και βλέπουμε τα πάντα θολά. Όπου μέσα στη «θολούρα» μας όλο και κάτι, όλο και κάποιος, φταίει. Και φωνάζουμε κάθε μέρα πιο δυνατά, γιατί δεν μπορούμε να δούμε καθαρά. Για πόσο ακόμα θα συμβαίνει αυτό; Ή μήπως είμαστε κοντά σε ένα τέλος που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πώς θα μοιάζε;