«Μουσικάρες φίλε μου
στο Πολιτιστικό!
Ηντα γραφε κιοσές ο Αμαντέος…»
Τον είδα να βγαίνει από το Πολιτιστικό Κέντρο και να πηγαίνει κατευθείαν για…πιτόγυρο. Με ελαφριά βηματάκια, σχεδόν ζαλισμένος, λες και είχε ξυπνήσει εκείνη την ώρα. Ήταν φανερό: Τον πήγαν στην όπερα, δίπλα παιζόταν ο «Ιδομενέας» του Μότσαρτ που ανέβηκε στο (τοπικό) Μέγαρο. Είπα να κάνω πως δεν τον είδα, αλλά με σταμάτησε με διάθεση να με τρολάρει ξέροντας πόσο μου αρέσει το… Μέγαρο:
«Επήγαμε κι εμείς, Κωστή, στο Μέγαρο. Το περίμενα βέβαια ότι δεν θα βγάνανε να μας εκεράσουνε… Φαΐ; Πράαααμα! Πιοτό; Πράαααμα! Και βγήκε και μια κοπελιά στα σκαλούνια, όταν σβήσανε τα φώτα και ντάκαρε και φώνιαζε… Λέω ρε φίλε, πώς α περάσουνε δυο ώρες…»!
Ήμουν έτοιμος να του πω ότι… συμπάσχω για να τον αποφύγω. Υπέθεσα βάσιμα ότι ως γνήσιος Κρητικός που μεγάλωσε με συγκεκριμένα ακούσματα, τρίξιμο της λύρας και ακομβίωτο υποκάμισο με αγιοκωνσταντινάτο στο δασύτριχο στέρνο του ντόπιου καλλιτέχνη θα έσερνε τα εξ αμάξης στον… Μότσαρτ!
«Δεν πιστεύω να είπες κι εσύ στο τέλος της παράστασης κανένα… νουμεράτσι να πάρεις το… γουνάτσι;» τον πείραξα με τη σειρά μου.
«Μρε συ κουζουλάθηκες ή πολλές… τροζάδες βλέπεις;» μου είπε και ξαφνικά είδα λάμψη στα μάτια του.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα και πολύ να τρέχω στις όπερες, ποτέ μου δεν έχω δει. Προτιμούσα να πάω στο Μέγαρο και στον Κονταρό. Αλλά σύρε ξέσυρε η γυναίκα μου λέει πάμε να δούμε κάτι μεγάλο, κάτι ωραίο που δεν έχει ξαναγίνει στην Κρήτη. Να ανεβάσουνε όπερα σε ένα ντόπο που δεν έχει ποτέ του δει κάτι ανάλογο.
Να ετοιμαστεί, λένε, μια παράσταση με δυνάμεις από τσι δικές μας. Δεν εψήθηκα πολύ να σου πω. Αλλά μετά ήρχιξε να μου λέει την ιστορία του Ιδομενέα, του βασιλιά τση Κρήτης, και συγκινήθηκα. Ανέ σχολείται ολόκληρος Μότσαρτ και τόσοι αθρώποι με τον βασιλιά τονε δικό μας να μην πάμε να το δούμε; Και έκαμα την καρδιά μου πέτρα και επήγα. Εδά τελείωσε…».
«Σε καταλαβαίνω, ζορίστηκες, μα δεν πειράζει μια τσι μιας που πήγες και δεν θα ξαναπάς κιόλας!
«Γιάντα να μην ξαναπάω; Εσύ το πλέρωσες; Μια χαρά ήντονε. Μουσικάρες φίλε μου! Ηντα ‘γραφε κιοσές ο Αμαντέος! Και παίζανε καλά τα κοπέλια. Φωνιάζανε μιαολιά, αλλά επήγαινε η μουσική με αυτά που λέγανε… διαβάζαμε κιόλας την υπόθεση- συγκινήθηκα βρε με τον Ιδομενέα μας!
Μα περισσότερο που είδα ότι δικά μας παιδιά ήντονε στην παράσταση, πολύς κόσμος πάνω κάτω. Και να σου πω μια; Με τέτοια τραβάγια που κάμανε και… φτηνά ήντονε! Και το πιο καλό; Σκοτωνότανε αλλά ωραία τα λέγανε!» έλεγε και τον κοίταζα λίγο… υποψιασμένα.
Ε, ναι… «Η όπερα είναι ένα είδος θεάματος που όταν κάποιος μαχαιρώνεται στην πλάτη, αντί να πεθάνει, τραγουδάει» θυμήθηκα τα λόγια του ποιητή… αλλά πάλι δεν τον πίστευα.
«Μρε σοβαρολογείς ή παίζεις με;».
«Όι! Λογω τιμής ήμουνε κουρασμένος, αλλά και άλλο να ‘χε θα καθόμουνε- στενά βέβαια τα καθίσματα αλλά τέλος πάντων… Και να σου πω, δεν έχει δίκιο ο Ψαραντώνης που λέει… «ντολάπα» το πιάνο! Ρε φίλε οι αθρώποι το έχουνε με τσι νότες… Βιολιά, φλάουτα, όργανα πολλά! Τι λυράκια μου λες και τσαμπιά… Μουσική όι ψόματα!» -Και τι κατάλαβες από τη μουσική αυτή; Δύσκολη είναι η όπερα…
«Γιάντα δύσκολη; Εμένα μου φαινόταν πως ήταν μουσική για παιδιά, δύσκολη ήτονε για τσι μουσικούς!» Λέει και…χωρίς να το ξέρει…γνωρίζει αυτό που ξέρουν οι κορυφαίοι… Συνέχισα να τον βλέπω αποσβολωμένος μη πιστεύοντας ότι…δεν με έχει πάρει στο ψιλό. Κι όμως το έλεγε και το εννοούσε. Τελικά το καλό πράγμα είναι καλό. Αρκεί να είσαι ανοιχτός να δοκιμάσεις, να δεις και πέρα από τον μικρόσκοσμό σου.
Να αφήσεις τις αισθήσεις σου να σε ταξιδεύουν με την μουσική και τους ήχους. Φεύγοντας μού έριξε μια ματιά σχεδόν…καλλιτεχνική, λέω θα το…ρίξει τώρα: «Η αλήθεια είναι ότι εδά πεινώ. Την επομενη φορά θα είμαι φαγωμένος, πιωμένος, τακτοποιημένος. Δεν θα χω πάει στσ’ ελιές. Θα είμαι ξεκούραστος. Και θα τ απολαύσω περισσότερο! Ωραία που έχουμε κι εμείς τέτοιο μέγαρο». Έμεινα αποσβολωμένος.
Κοίτα τώρα που ένας απλός άνθρωπος μιλούσε μέσα από την ψυχή του -ναι, λοιπόν «η ομορφιά της μουσικής δεν βρίσκεται στις νότες, αλλά στην ηχώ της καρδιάς μας».