Γεμίζεις τη βαλίτσα

με όνειρα, σχέδια, ελπίδες

και η ζωή σου, που

δεν σταμάτησε ποτέ,

είναι όλη μπροστά σου…

 

Είναι κάτι σαν την 11η Σεπτεμβρίου, αν και εσείς τότε δεν είχατε ακόμα γεννηθεί… Όλοι θυμούνται πού ήταν, με ποιους, όταν τα αεροπλάνα έπεσαν στους Δίδυμους Πύργους.

Στον καναπέ του καθιστικού σου, στην αυλή του σχολείου, σε ένα φιλικό σπίτι, τότε, πάντως, όχι μπροστά από έναν υπολογιστή…

Χρόνια πριν, εσάς θα σας φανούν αιώνες, οι βάσεις εισαγωγής στα Πανεπιστήμια δεν ανακοινώνονταν μέσω Διαδικτύου, και όμως… Περιμέναμε να τις ακούσουμε από τον παρουσιαστή των ειδήσεων, με ένα στυλό στο χέρι και την ελπίδα ότι δεν παρακούσαμε…

«Μα, πού περνάς;», ρώτησε η φίλη σου, «Να σου πω… θα σε γελάσω… Είχα και τον πατέρα μου που δεν έλεγε να κουνήσει από δίπλα μου και δεν μπορούσα να ακούσω καλά…»

Άλλες εποχές, το άγχος, όμως, ίδιο.

Τώρα, με ένα μήνυμα στο κινητό σου και καθάρισες. Ένα μήνυμα που αισθάνεσαι ότι κρίνει όλη σου τη ζωή. Όταν το περιεχόμενό του δεν είναι αυτό που περιμένεις, τότε δεν σχηματίζεται χαμόγελο, τα δάκρυα αρχίζουν και τρέχουν βροχή, έχεις έναν κόμπο στο στομάχι, δεν θέλεις να δεις τους δικούς σου, κλείνεσαι στο δωμάτιό σου, δεν απαντάς στις κλήσεις… Πάει, η ζωή σου τελείωσε…

Οι μέρες περνάνε βασανιστικά αργά, βλέπεις τους φίλους σου να ετοιμάζουν βαλίτσες, να κάνουν σχέδια, να κανονίζουν συγκατοίκηση κι εσύ μένεις πίσω, στο παιδικό σου δωμάτιο που τώρα μοιάζει απελπιστικά μικρό, δεν έχει αρκετό οξυγόνο για να αναπνεύσεις.

«Τι θα κάνεις; Θα δώσεις ξανά;», μία ερώτηση που δεν ήθελες να ακούσεις. Τόσα ξενύχτια, τόσες στερήσεις, οι φίλοι που δεν είδες, στιγμές που δεν έζησες, οι εφιάλτες με τον Καποδίστρια ή τις χημικές ενώσεις, μαθηματικά προβλήματα που δεν κατάφερες να λύσεις και είπες δεν θα κοιμηθώ αν δεν απαντήσω σωστά…

Τόσο πείσμα, τόση θέληση, τόση αυτοσυγκέντρωση όταν άνοιγες τον υπολογιστή κάθε πρωί για την τηλεκπαίδευση και δεν προλάβαινες να πεις «καλό μεσημέρι» σε καθηγητές και συμμαθητές και άνοιγες και πάλι το βιβλίο. Τι άνοιγες, δηλαδή, ποτέ δεν έμεινε κλειστό.

Το σχολείο που τόσο αγάπησες ταυτίστηκε τώρα με κάτι τόσο άσχημο, δυσάρεστο, δυσβάσταχτο…

Οι μέρες περνάνε, οι γονείς σου εκεί, βράχοι, σε αφήνουν να ξεσπάσεις, σου λένε «ό,τι νομίζεις, παιδί μου, εμείς εδώ είμαστε». Εσύ θυμώνεις, θέλεις να σε παρατήσουν στην ησυχία σου. Θέλεις να κλείσεις  τα μάτια και να είναι όλα αλλιώς. Όμως, δεν είναι. Τι κάνεις; Για πόσο θα θρηνείς;

Ο ξάδελφός σου πέρασε στην Ιατρική με την τρίτη, τώρα έχει σώσει τόσες ανθρώπινες ζωές.

Η κόρη της νονάς σου έγινε δασκάλα, και να σκεφτείς ότι είχε βάλει πλώρη για Νομική. Κάποια στιγμή, όμως, φαντάστηκε τον εαυτό της σε αίθουσα του Δικαστηρίου και έπαθε κρίση πανικού. Σήμερα, είναι τόσο ευτυχισμένη.

Σιγά- σιγά, η απόφαση λαμβάνεται. Αρχίζεις το ξεφύλλισμα ξανά, κάτι που απευχόσουν, και κάπως έτσι μπαίνει εκ νέου ένας στόχος. Μήνες μετά, έρχεται η πολυπόθητη επιτυχία και εσύ σκέφτεσαι πόσο «δικός σου» ήταν αυτός ο χρόνος που πέρασε, πόσο άξιζε η προσπάθεια. Γεμίζεις τη βαλίτσα με όνειρα, σχέδια, ελπίδες και η ζωή σου, που δεν σταμάτησε ποτέ, είναι όλη μπροστά σου…