Καθώς λοιπόν φτάνουμε στην οδυνηρή συνειδητοποίηση για το πόσο αργά «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν», κατασταλάζει η πίκρα και
ο σαρκασμός από τη γεύση της ήττας

Ο κάθε νεοεισερχόμενος συνάδελφος από τα πρώτα πράγματα που εύκολα συνειδητοποιεί είναι ότι η τοπική δημοσιογραφία έχει κάποιες σταθερές σε ό,τι αφορά τη θεματολογία. Το νερό που δεν έχουμε, το οδικό δίκτυο που δεν αποκτήσαμε, τις πολεοδομικές μελέτες που ούτε σημειωτόν δεν κινούνται, τα ρέματα που δεν διευθετούνται, τα αντιπλημμυρικά που μένουν στα χαρτιά και ασφαλώς την αυθαιρεσία που λεηλατεί, αλλά βρίσκει πάντα τον τρόπο να παραμένει ανέγγιχτη.

Τα πράγματα για τους συναδέλφους αρχίζουν να στριμώχνονται άσχημα, όταν φτάνουν πια με το καλό στην ηρωική μέση ηλικία και συνειδητοποιούν ότι πορεύονται μέσα από ένα αδιάκοπο deja vu σε ό,τι αφορά τη θεματολογία, αφού είναι «καταδικασμένοι» να επαναλαμβάνουν μέχρι κεραίας, τα ίδια ρεπορτάζ για όλα αυτά που δεν έχουν γίνει.

Καθώς λοιπόν φτάνουμε στην οδυνηρή συνειδητοποίηση για το πόσο αργά «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν», κατασταλάζει η πίκρα και ο σαρκασμός από τη γεύση της ήττας, απέναντι στην επιβιωτική πονηριά των πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής του τόπου που πορεύονται με βελούδινα πατήματα αιλουροειδούς, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές της ανάληψης της ευθύνης.

Δεκαετίες τώρα μιλάμε για ΒΟΑΚ, τόσοι άνθρωποι έχουν χαθεί στην άσφαλτο και κανείς δεν νιώθει να απολογηθεί για τις μελέτες και τα έργα που δεν έγιναν όταν «έβρεχε» χρηματοδοτικά πακέτα. Το ίδιο ισχύει για τις πολεοδομικές μελέτες, τα αντιπλημμυρικά, τα μπαζωμένα ρέματα την αυθαιρεσία που οργιάζει, και τα θυμόμαστε κάθε χειμώνα που με τις πρώτες βροχές βουλιάζουμε στη λάσπη και την καταστροφή.

Όπως το καλοκαίρι, που η πόλη σε σημαντικές περιοχές της ζει το μαρτύριο της σταγόνας, με σοβαρά προβλήματα παροχής νερού αφού «η κατάργηση του ντεπόζιτου» μια από τις πιο πολυπαιγμένες πολιτικές εξαγγελίες δεκαετιών εξακολουθεί να αιωρείται σαν διαχρονική εκκρεμότητα. Θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό παιδάκι να σηκώνω κουβάδες νερό ίσαμε το μπόι μου, από το ισόγειο σπίτι της γιαγιάς μου, στο δικό μας και να γεμίζουμε μπιτόνια, μανιέρες, μπουκάλια, για να βγει το καλοκαίρι.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τα έργα για τη βελτίωση της υδροδότησης εξελίχθηκαν αργά και βασανιστικά, όπως και το μαρτύριο της πόλης, που πορευόταν με την τριτοκοσμική παρακμή της έλλειψης νερού. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν τα τελευταία χρόνια όταν άρχισαν να εντάσσονται μεγάλα έργα σε συγκεκριμένα χρηματοδοτικά προγράμματα και η πόλη μετατράπηκε σε μεγάλο εργοτάξιο.

Έτσι, άρχισε να χτίζεται σε όλους μας η αισιοδοξία ότι αυτό τουλάχιστον το έργο θα το δούμε να ολοκληρώνεται. Μόλις πέρυσι το καλοκαίρι, είχε δοθεί η διαβεβαίωση ότι θα συνδεθούν τα «ψηλά σημεία» της πόλης (Φορτέτσα, Άι Γιάννης…) με νερό από το φράγμα Αποσελέμη. Το έργο θα ξεκινούσε την άνοιξη και θα ολοκληρωνόταν σε δύο μήνες – πράγμα που δεν έγινε.

Όπως δεν έγινε και η γεώτρηση που θα κάλυπτε τους κατοίκους των Βασιλειών και του Μαραθίτη. Έτσι, διανύουμε ένα ακόμα καλοκαίρι εν μέσω πανδημίας και απανωτούς καύσωνες για να συζητάμε για το μαρτύριο της σταγόνας, λόγω των έργων που δεν έχουν ολοκληρωθεί, αφού, ενώ έχουμε τη λύση, διαλέγουμε το πρόβλημα.