Μπορεί και να μην έχει περάσει μήνας από τότε που η απαγορευτική ερυθρόλευκη ταινία αφαιρέθηκε από τη μεταλλική και ερμητικά κλειστή πόρτα, που χώριζε το παλιό από το νέο κτήριο του Βενιζελείου, στη νότια πλευρά του νοσοκομείου.

Απόγευμα Σαββάτου. Βρίσκομαι στη Β΄ Παθολογική για αγαπημένο μου πρόσωπο. Θέλοντας να κλέψω λίγο από τον πάντα επώδυνο σε τέτοια μέρη χρόνο, πέρασα την ανοιχτή πια πόρτα και βρέθηκα σε μια από τις 4 κλινικές Covid που είχαν αναπτυχθεί στο νοσοκομείο πάνω στη φούρια της πανδημίας.

Με τη σύγχρονη πανούκλα να θερίζει ακόμα εκεί έξω, μια κενή και εκτός λειτουργίας κλινική κοροναϊού, είναι μια κάποια λύτρωση… Έπαιξε και αυτή τον ρόλο της, σαν άλλο «Πράσινο Μίλι», για Αμερικανούς κατάδικους στο τελευταίο στάδιο πριν την ηλεκτρική καρέκλα!

Ερημιά παντού, δεν κυκλοφορούσε ψυχή στον μακρύ διάδρομο και οι θάλαμοι ήταν άδειοι και κλειστοί. Λόγω παλαιότητας, οι πόρτες είχαν ένα παραλληλόγραμμο τζάμι στο ύψος του 1,5 μέτρου. Σχεδόν κολλάω το πρόσωπο μου δίπλα στο παχύ τσιρότο πάνω στο οποίο είχαν γράψει με μαρκαδόρο «ΔΩΜ: 3», για να δω το απόλυτο κενό, με τα ατάκτως παρατημένα κρεβάτια, που έφεραν  γυμνά και ψυχρά στρώματα…

Πόσοι άραγε κατάφεραν να βγουν αλώβητοι από ’δω; Πόσοι νοσηλεύτηκαν βασανιστικά; Πόσοι μεταφέρθηκαν στη ΜΕΘ, πόσοι διασωληνώθηκαν εκτός ΜΕΘ και πόσοι άφησαν την τελευταία τους πνοή, μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα και μ’ ένα χέρι να αιωρείται στο πουθενά, ελλείψει κάποιου άλλου να το κρατήσει, να το σφίξει, να το ζεστάνει, να το φιλήσει και να το αποχαιρετήσει…

ΔΩΜΑΤΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Πόσο πιο φρικτός θάνατος για τους ανθρώπους που είχαν τα λογικά τους; Πόσο πιο επώδυνος αποχωρισμός για τους συγγενείς, που τη δύσκολη εκείνη περίοδο, όχι μόνο οι κλινικές Covid ήταν αυστηρά απλησίαστες και φρουρούμενες, αλλά ακόμα και η τηλεφωνική ενημέρωση που τους είχαν υποσχεθεί ώστε να μαθαίνουν νέα για την πορεία των ασθενών τους, ήταν πλημμελής; Το μαράζι ήταν ακόμα μεγαλύτερο, αν επρόκειτο για ηλικιωμένους που νοσούσαν και δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη χρήση κινητού ή δεν είχαν καν τη δυνατότητα λόγω άλλων νοσημάτων που κουβαλούσαν.

Μυρίζει θάνατο σε τούτο το σημείο, μα εγώ το γυροφέρνω… Κάτι σα να ψάχνω. Ίσως ανθρώπους που γνωρίζαμε κι έφυγαν. Ίσως απαντήσεις που δεν θα πάρουμε ποτέ. Προσπαθώ να σχηματίσω εικόνες γαλήνης και ηρεμίας, μα δεν μου έρχονται. Οι πολυκαιρισμένες υποδοχές παροχής οξυγόνου, δεν τις αφήνουν… Αν μιλούσαν οι τοίχοι, τα πεπαλαιωμένα ερμάρια, ίσως κάτι να μάθαινα. Ο θάνατος συνοδεύεται πάντοτε από τουλάχιστον μια ιστορία και έναν πικραμένο αφηγητή… Ενίοτε έρχεται και τηλεφωνικά μετά από εξουθενωτική αναμονή…

Να περιμένεις πέντε ημέρες απελπισμένος, για να σου πει  ένα ξημέρωμα Κυριακής στο κινητό, κάποιος ειδικευόμενος γιατρός με συμπονετική και χαμηλή φωνή: «Κύριε Σπανάκη, λυπάμαι, ο πατέρας σας έφυγε…». Κι ήταν μόνος γαμώτο! Σχεδόν ένα χρόνο μετά και ακόμα μας στοιχειώνει το φευγιό του.

Μα πώς ξεχάστηκα εδώ μέσα και ας μη σκιάχτηκα;  Φεύγω από την έρημη κλινική και πάω παραδίπλα, να χορτάσω κυρά Ανθούλα!

Υ/Γ: Αιφνιδιαστικά πάντως χθες βράδυ στην παραπάνω κλινική κλείδωσαν ξανά οι πόρτες, που φέρουν αυτοκόλλητες επισημάνσεις «Προσοχή Covid». Μακάρι να είναι εντελώς προσωρινό και να μην επιστρέφουν τα φαντάσματα…