Κανένας δεν ενδιαφέρεται για το ότι μια «αμαρτωλή κοινωνία» έχει πάρει το ρόλο του δικαστή χωρίς πτυχίο
«Ψάξε γρήγορα τις πηγές σου, να ψάξω κι εγώ, έχουμε ένα ακόμα έγκλημα».
Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής δεν με εξέπληξε. Ούτε το έγκλημα. Κι ας ήταν 11.00 τη νύχτα. Κι ας μην γνώριζε κανένας γιατί ένας ακόμα άνθρωπος έχανε τη ζωή του.
«Ούτε εσύ ξεκουράζεσαι πάλι, ε;» ήταν η απάντηση στη δική μου νυκτερινή κλήση αμέσως μετά.
«Πηγαίνω στο έγκλημα και θα σε πάρω αργότερα, γιατί το μόνο που ξέρω είναι ότι έχουμε έναν νεκρό». Συνέχισε μόνος του ο «δικός» μου να μιλά από την άλλη άκρη της γραμμής. Εντελώς διεκπεραιωτικά. Σαν να μιλούσαμε για το πόσα φύλλα πουλήσαμε μέσα σε μια μέρα ή το πώς είναι ο καιρός.
Κι έτσι, λίγο αργότερα έφαγα κάτι πρόχειρο, διότι δεν είχα προλάβει όλη την ημέρα και πήγα για ύπνο, γνωρίζοντας πως ένας ακόμη άνδρας είχε σκοτωθεί δίπλα στα μάτια του παιδιού του. Τόσο ήρεμα. Τόσο ανέμελα.
Ανοίγοντας το άλλο πρωί την τηλεόραση, διαπίστωσα πως εκτός από τον άνδρα που κάποιος είχε σκοτώσει, πέθανε τελικά κι εκείνος που είχε πυροβολήσει την άτυχη γυναίκα στο Πάνορμο. Κι ένας ακόμα άνδρας οδηγούνταν στον εισαγγελέα κάπου στη Θεσσαλονίκη, κατηγορούμενος για τη δολοφονία της συντρόφου του.
Νεκροί και νεκρές ένα σωρό, λες και μιλάμε για… κοτόπουλα. Στη μία περίπτωση, ο υπάλληλος είχε παράπονα από το αφεντικό. Στην άλλη ο τελικά νεκρός έψαχνε να πάρει κάτι παραπάνω απροσδιόριστα. Στην τρίτη… μίλησε το ποτό μάλλον. Και περνούν οι εικόνες και οι ειδήσεις σαν να είναι μια απλή καθημερινότητα, που επειδή δεν μπορείς να αποφύγεις συνήθισες να ακούς. Κι έχουμε απαξιώσει τόσο την ανθρώπινη ζωή, τόσο την τιμωρία για τη στέρησή της, που, αν κάποιος από ψηλά μπορούσε να μας δει και να μας κρίνει, θα πίστευε πως δεν γνωρίζουμε ούτε γιατί ζούμε, ούτε και τι πράττουμε.
Τόσο απλά. Χωρίς νόημα η ζωή. Χωρίς νόημα το να στερήσεις μια ζωή. Πολύς πόνος, πολλή φρίκη, πολύ αίμα για το τίποτα. Κι ίσως ούτε εμείς, που τα βλέπουμε όλα αυτά από μακριά κι ευτυχώς δεν έχουν χτυπήσει ακόμα την πόρτα μας, δεν τα σπουδαιολογούμε. Μάθαμε να αποδεχόμαστε το αίμα και τον θάνατο σαν να είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Σαν να μην υπάρχει αξία σε καμία ζωή. Σαν να μην έχει αξία τίποτα.
Στο μεταξύ, κανένας δεν αναρωτιέται πόσο θλιβερό είναι όλο αυτό. Κανένας δεν ενδιαφέρεται για το ότι μια «αμαρτωλή» κοινωνία έχει πάρει τον ρόλο του δικαστή χωρίς πτυχίο και δικάζει με όρους social media και με οργή ταύρου εν υαλοπωλείω, έτσι για… πλάκα.
Άραγε αυτή η «πλάκα» τελειώνει κάπου; Ή θα συνεχίσουμε όμορφα αυτή την υπέροχη ζωή γελώντας βουτηγμένοι στο αίμα ώς τον λαιμό;