Θα συνεχίσουμε
να ζούμε με την ψευδαίσθηση πως
η ψήφος μας αλλάζει τα δεδομένα
Κάθε εκλογική μάχη έχει και μια εκλογική έκπληξη. Συνήθως, όλα τα τελευταία χρόνια. Από το μυαλό μου δεν μπορούν να βγουν οι εκλογές του 2004 όταν ο Κώστας Καραμανλής ξεπερνούσε το 45% και η Νέα Δημοκρατία κέρδιζε το ΠΑΣΟΚ με 5 μονάδες διαφορά.
«Πέντε μονάδες δεν καλύπτεται ούτε σε τέσσερα χρόνια ρε φίλε!» λέγαμε τότε όσοι ασχολούμασταν έστω και λίγο με την πολιτική. Επισημαίναμε παράλληλα, ότι αν το ΠΑΣΟΚ ήθελε μετά από αυτή την «ήττα» (είχε πάρει τότε 40,55%) να επανακάμψει, όφειλε να αλλάξει άρδην οργανωτική δομή και να αναζητήσει νέα και αξιόμαχα στελέχη.
Τώρα… σχεδόν 20 χρόνια μετά, το ΠΑΣΟΚ βιώνει τη δική του αντικειμενική ήττα της τρίτης θέσης και του 11,45%, ως την απόλυτη νίκη των εκλογών, αφού αφενός γίνεται ρυθμιστής των καταστάσεων και αφετέρου μπαίνει ξανά σε τροχιά κυβερνησιμότητας. Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ σφυρίζει αδιάφορα απέναντι στην ήττα των 20 και πλέον μονάδων και δεν βάζει καν ζήτημα αλλαγής προέδρου στην παράταξη. Δεν υπάρχει άλλωστε κάποιος αντικαταστάτης προς το παρόν. Εκτός κι αν στρατηγικός στόχος είναι η επιστροφή σε ποσοστά της τάξεως του 5% και μια αντίδραση για την αντίδραση.
Μέσα σε όλα αυτά τα παράδοξα, δεν ασχολείται σχεδόν κανείς με το γεγονός ότι το αποτέλεσμα των εκλογών δίνει μεν έναν «καθαρό» νικητή, όπως τη Νέα Δημοκρατία, έναν «καθαρό» χαμένο, όπως τον ΣΥΡΙΖΑ κι έναν «ρυθμιστή» του παιχνιδιού όπως το ΠΑΣΟΚ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δίνει μία ισχυρή αντιπολίτευση, που έχει ανάγκη η χώρα.
«Έχουμε γίνει όπως το μπάσκετ» σχολίαζε ένας φίλος μου για το αποτέλεσμα των εκλογών. «Όταν πηγαίνει χάλια ο Παναθηναϊκός, βολευόμαστε στη μετριότητα του Ολυμπιακού και θεωρούμε πως αυτό είναι ένα υψηλό επίπεδο» πρόσθετε, με την επισήμανση ότι εκπαιδευτήκαμε στην Ελλάδα να θεωρούμε δεδομένη την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας, χωρίς να ενδιαφερόμαστε για το τι θα συνέβαινε αν απέναντι σε μια κυβέρνηση Μητσοτάκη υπήρχε μια ισχυρή, πολιτική αντιπολίτευση, που πιθανά να άλλαζε το παιχνίδι εντελώς.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πάντως, οδηγούμαστε σε δεύτερες εκλογές. Χωρίς να υπάρχει κάποιο νόημα, διότι είναι αστείοι οι ισχυρισμοί των μη «προγραμματικών συγκλήσεων» σε ένα ελληνικό πολιτικό σκηνικό franchise.
Όμως, αυτό έχουμε με αυτό θα πορευθούμε. Θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε πως τα «τζάκια» και οι οικογένειες στην Ελλάδα έχουν ευρεία αποδοχή. Θα συνεχίσουμε να θεωρούμε πως είναι καλύτερο να έχουμε 23 ευρώ ενίσχυση το μήνα για ψώνια, από το να έχουμε μια υπουργό που φτιάχνει γεμιστά και θα συνεχίσουμε να ζούμε με την ψευδαίσθηση πως η ψήφος μας αλλάζει τα δεδομένα. Αν το καλοσκεφτεί κάποιος, αν δεν υπήρχε Αλέξης Τσίπρας, δεν θα είχαμε μπει ποτέ σ’ αυτό τον πειρασμό. Κι ίσως αυτό του τον ερασιτεχνισμό μια μέρα τον καρπωθεί ως πολιτική δεινότητα. Ίσως…