Τέσσερις στους δέκα εργαζομένους αισθάνονται μελαγχολία και 41% απαισιοδοξία για το μέλλον,
έναντι 35% το 2021
Σε μία παρέα αποτελούμενη από μεσήλικες Ηρακλειώτες που πρόσφατα βρίσκονταν σε ένα τραπέζι, ένα ήταν το θέμα που μονοπωλούσε τη συζήτησή τους. Ποια είναι τα ψυχοσωματικά νοσήματα που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι από τους συνδαιτημόνες. Ο καθένας έλεγε και κάτι που του κληροδότησε το άγχος, ο θυμός και η κατάθλιψη που βίωνε ή βιώνει.
Σε πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την ΕΥ Ελλάδος, την Hellas EAP και το Εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τα ευρήματα είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικά.
Δύο χρόνια μετά την πρώτη έρευνα, που είχε διεξαχθεί τον Μάιο του 2021, την περίοδο που στην Ελλάδα ολοκληρωνόταν το δεύτερο καθολικό lockdown, η φετινή υλοποίηση διαπιστώνει ότι τα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους, θυμού, αλλά και σωματοποίησης – που είχαν αποτιμηθεί και τότε και είχαν αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα – εντείνονται.
Η νέα έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 3.129 εργαζομένων όλων των ηλικιών, από μικρούς και μεγάλους οργανισμούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, και διερεύνησε εννέα παραμέτρους: άγχος, κατάθλιψη, σωματοποίηση, θυμό, μοναξιά, ποιότητα ζωής εργαζόμενου (wellbeing), εργασιακή ποιότητα ζωής, στάσεις απέναντι στην απομακρυσμένη εργασία και στάσεις απέναντι στην ψυχική υγεία.
Η τελευταία έρευνα, σύμφωνα με το ot.gr, κατέγραψε και πάλι υψηλά ποσοστά για μία σειρά από συμπτώματα που σχετίζονται με την κατάθλιψη, με πολλούς από τους σχετικούς δείκτες να παρουσιάζουν επιδείνωση.
Έτσι, τέσσερις στους δέκα εργαζομένους αισθάνονται μελαγχολία και 41% απαισιοδοξία για το μέλλον, έναντι 35% το 2021. Δύο στους δέκα, όπως και πριν δύο χρόνια, έχουν αισθήματα αναξιότητας, ενώ το ποσοστό όσων έχουν σκεφτεί να δώσουν τέλος στη ζωή τους εμφανίζεται αυξημένο το 2023, φτάνοντας το 2% από 1,1% το 2021.
Αρκετά εκτεταμένα είναι και τα συμπτώματα που σχετίζονται με το άγχος σε σχέση με το 2021, καθώς τρεις στους τέσσερις (75% από 68%) αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, 44% από 40% βρίσκονται σε υπερένταση, 16% από 14% βιώνουν έντονη και συνεχή ανησυχία, και 10% από 8% βιώνουν κρίσεις πανικού. Ελαφρώς αυξημένες είναι και οι εκδηλώσεις θυμού, καθώς 75% των ερωτώμενων, έναντι 70% το 2021, αισθάνονται εκνευρισμό, ενώ, όπως και πριν δύο χρόνια, τρεις στους δέκα έχουν ξεσπάσματα θυμού που δεν μπορούν να ελέγξουν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υψηλότερες τιμές άγχους και θυμού εμφανίζουν οι γυναίκες και οι νεότεροι εργαζόμενοι, ενώ οι εργαζόμενοι σε υβριδικό μοντέλο έχουν σημαντικά χαμηλότερες τιμές άγχους. Η επιβαρυμένη θέση των γυναικών είχε αποδοθεί, σε έναν βαθμό, κατά την προηγούμενη έρευνα, στο γεγονός ότι είχαν κληθεί, κατά την περίοδο των lockdowns, να φροντίσουν τα παιδιά, τις δουλειές του σπιτιού, ή να υποστηρίξουν ηλικιωμένα άτομα της οικογένειας, δουλεύοντας ταυτόχρονα από το σπίτι. Το γεγονός ότι η διαφοροποίηση αυτή παραμένει υποδηλώνει ότι το πρόβλημα ενδεχομένως είναι βαθύτερο και μονιμότερο.
Έντονα εξακολουθούν να είναι και τα φαινόμενα σωματοποίησης, δηλαδή της έκφρασης του άγχους μέσω του σώματος, με συμπτώματα, όπως η κεφαλαλγία κατά το έντονο στρες. Συνολικά, δύο στους δέκα, όπως και πριν δύο χρόνια, έχουν σωματοποιήσει το άγχος, με το φαινόμενο να καταγράφεται και πάλι πιο έντονα ανάμεσα στις γυναίκες και τις νεότερες ηλικίες.