Οι αποφάσεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της βίας έπρεπε να ληφθούν, κάποιοι τις ανέμεναν σκληρότερες, οι περισσότεροι τις θεωρούν ατελέσφορες, η αποτελεσματικότητά τους θα κριθεί και εντός του διμήνου που θα ισχύσει η απαγόρευση παρουσίας φιλάθλων στα ποδοσφαιρικά γήπεδα.
Αν κρίνουμε από το παρελθόν, από τώρα λέμε τα μέτρα αυτά δεν θα φέρουν κατι καλό στον φαύλο κύκλο της βίας που εδώ και 40 χρονια υπάρχει στην Ελλάδα. Από τον Ιανουάριο του 2004 που ο τότε υφυπουργος Aθλητισμου κ. Λιάνης απαγόρευσε… προσωρινά την μετακίνηση των οπαδών, οι κυβερνήσεις “μεγαλουργούν” στην αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα.
Έτσι και τώρα με τα νέα μέτρα νομίζουμε ότι οι χούλιγκαν δέχθηκαν ισχυρό χαστούκι. Αμ δε… Όπως είπε και ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Φλωρίδης, «τα μέτρα υπάρχουν, οι νόμοι υπάρχουν, απλώς δεν τηρούνται, δεν κοιτάμε να εφαρμοστούν οι νόμοι». Και συμπληρώνουμε εμείς.
«Συνέχεια βάζουμε κάποιες εξαιρέσεις και οι εξαιρέσεις μάλλον στο τέλος γίνονται ο νόμος». Κάθε φορά πάντως που υπάρχει έξαρση της βίας ή το κράτος ανακοινώνει μετρα έρχονται ξανά στο προσκήνιο εκείνες οι φωνές που ζητούν από την κυβέρνηση να ακολουθήσει το υποτιθέμενο παράδειγμα της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία, για να εξαλείψει την οπαδική βία.
Για την ιστορική της απόφαση να αποβάλει τις βρετανικές ομάδες από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις μετά την τραγωδία του Χέυζελ, το 1985. Αυτή είναι μόνο η μισή ιστορία, καθώς στη Θάτσερ μπορεί να προσάψει κανείς πάρα πολλά – και απόλυτα δίκαια – όμως η αντιμετώπισή της απέναντι στον χουλιγκανισμό είναι μία από τις λίγες πολιτικές της που αξίζει κανείς να θυμάται.
Στην πατρίδα του ποδοσφαίρου, ο χουλιγκανισμός ήταν συνώνυμος με το άθλημα. Χωρίς υπερβολή, η βία μάστιζε τα βρετανικά γήπεδα από τον μεσαίωνα, ενώ θέριεψε από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά.
Μετά την τραγωδία στο Χέυζελ των Βρυξελλών το 1985 όλα αλλαξαν. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός απαίτησε από την Αγγλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία να αποκλείσει μόνη της τις αγγλικές ομάδες από κάθε ευρωπαϊκή διοργάνωση.
Όμως η βρετανική κυβέρνηση δε σταμάτησε εκεί – και αυτό είναι που πρέπει να θυμόμαστε. Αναγνωρίζοντας πως ο αποκλεισμός μόνος του δε θα αρκούσε, και μετά από συναντήσεις με ανθρώπους του χώρου – από παράγοντες μέχρι αθλητικογράφους – προχώρησε σε τομές, οι οποίες περιλάμβαναν μεταξύ άλλων την απαγόρευση κατανάλωσης αλκοόλ στα γήπεδα, την ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων, τις απαραίτητες αυστηροποιήσεις του ποινικού κώδικα, την τοποθέτηση κλειστών κυκλωμάτων ασφαλείας, την έκδοση καρτών φιλάθλου, την τοποθέτηση περιστρεφόμενων κιγκλιδωμάτων, τον αποκλεισμό οπαδών από τα γήπεδα κ.α.
Ασφαλώς, ο ποδοσφαιρικός αποκλεισμός από την Ευρώπη ανήκει σε άλλη εποχή, δίνει όμως ακόμα τον τόνο της πολιτικής πρωτοβουλίας ώστε να αντιμετωπιστεί η σήψη.
Η κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί στο πλαίσιο των μέτρων που η ίδια εξήγγειλε, επικαιροποιώντας και εφαρμόζοντας τους αντίστοιχους νόμους, καταγράφοντας και καταστέλλοντας χωρίς περιστροφές τις οπαδικές συμμορίες, καθιστώντας όμως παράλληλα τις ομάδες υπεύθυνες για τη συμπεριφορά των οπαδών τους, τόσο εντός, όσο και εκτός γηπέδων – όσο αυτό είναι δυνατό· άλλωστε, οι δίαυλοι μεταξύ ομάδων και οργανωμένων είναι γνωστοί σε όλους, και μόνο η εφαρμογή εξοντωτικών ποινών στις ίδιες τις ομάδες θα τις αναγκάσουν να προσαρμοστούν.
Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης μίλησε για εγκατάσταση καμερών υψηλής ευκρίνειας στο σύνολο των γηπέδων της Super League 1 και ταυτόχρονη δυνατότητα ελέγχου τους από τις αρμόδιες αρχές και σύστημα ηλεκτρονικής εισόδου φιλάθλων με ταυτόχρονο έλεγχο ταυτοπροσωπίας.
Τα γήπεδα της Super League υποτίθεται πως έχουν κάμερες από το 2005-6 με την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων να δίνει το επίσημο ΟΚ για τοποθέτηση καμερών από το 2007. Η δε κάρτα φιλάθλου είναι υποχρεωτική από το 2016 για όλες τις αθλητικές εγκαταστάσεις.
Οι μεν κάμερες δεν λειτουργούν, το δε σύστημα κάρτας φιλάθλου δεν σημαίνει πως κάποιος που έχει καταδικαστεί για χουλιγκανισμό, αποβάλλεται δια βίου από τα γήπεδα στα πρότυπα της Μεγάλης Βρετανίας.
Το βασικό στοιχείο όμως που έφερε η κυβέρνηση Θάτσερ, και που μάλλον είναι το κύριο που αξίζει οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση να μιμηθεί – όπως άλλωστε έκαναν και όλες οι βρετανικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν – είναι η συνεπής πολιτική βούληση να λυθεί το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα· αυτός είναι ο βασικός λόγος για να τη συζητάμε ακόμα.