Χρόνια πολλά, πλανήτη Γη!

Φοιτήτρια στην Αθήνα. Πολλά χρόνια πριν. Μετά από τρεις και πλέον μήνες μακριά από την οικογένειά μου (πρώτη φορά και άμαθη), θα ταξίδευα επιτέλους στο Ηράκλειο για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Και επέστρεψα αγνώριστη. «Σκοτεινιασμένη», χλωμή, αδυνατισμένη. Στο αεροδρόμιο ο πατέρας μου δεν είπε το παραμικρό. Με αγκάλιασε και μπήκαμε στο αμάξι. Στην κυρά-Ανθούλα πάλι κόπηκε το χαμόγελο.

Άρχισε να σταυροκοπιέται η δόλια μάνα που αντίκρισε το παιδί της σε αυτό το χάλι και επέμενε αδιαπραγμάτευτα να φάω και ένα δεύτερο πιάτο ζεστή μοσχαρόσουπα, να «αναντρανίσω», λέει.  Το σπίτι μοσχοβολούσε «μαμά» και εγώ το είχα  ανάγκη. Κρύφτηκα στην αγκαλιά της αρκετά λεπτά και δεν είπα κουβέντα.

Με ζόρισε τον πρώτο καιρό  η Αθήνα. Με ζόρισε το απρόσωπο, το σκληρό, το φοβικό. Το διάστημα εκείνο έμενα σε ένα δώμα στην Μοσχονησίων, πίσω από την πλατεία Αμερικής. Στα δώματα των γειτονικών πολυκατοικιών έμεναν οικογένειες μεταναστών από την Αλβανία. Ήταν λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση του καθεστώτος και ήταν χιλιάδες οι Αλβανοί που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα.

Θυμάμαι, σαν να ήταν χθες, το κοριτσάκι στο απέναντι δώμα. Drita την φώναζαν.  Τις περισσότερες φορές την  έβλεπα να παίζει με μία πάνινη κούκλα. Με τον καιρό γίναμε «φίλες». Επικοινωνούσαμε με έναν δικό μας τρόπο.  Η Drita ήταν το μοναδικό «φως» (αυτό σημαίνει το όνομά της, όπως έμαθα αργότερα)  στις γκρίζες ταράτσες της πρωτεύουσας. Την αναζητούσα με το βλέμμα μου καθημερινά. Η κάθε μία στην ταράτσα της, στο «κλουβί» της, όπως έλεγα τότε.

Στα σχεδόν δύο χρόνια που έμεινα σε αυτήν την πολυκατοικία, το πρόσωπο της διαχειρίστριας το είδα μόνο μία φορά, στην αρχή. Κάθε φορά που χτυπούσα την πόρτα για τα χρήματα, δεν έβγαζε ποτέ τον σύρτη με την αλυσίδα. Άνοιγε τόσο, όσο επέτρεπαν οι κινήσεις των χεριών.

Τέσσερις βραδιές πριν από τα Χριστούγεννα,  συνέβη κάτι και άλλαξαν έκτακτα την κλειδαριά της κεντρικής εισόδου με αποτέλεσμα να βρεθώ προ εκπλήξεως. Άνθρωπος γεννημένος δεν καταδέχτηκε να μου ανοίξει. Έτσι! Από φόβο, από αδιαφορία…

Σχεδόν ξημερώθηκα στα σκαλοπάτια. Κρύωνα, φοβόμουν πολύ, εκτεθειμένη εκεί έξω, και έβραζα από τα νεύρα μου για το αφιλόξενο φέρσιμό τους. Κοιτούσα τα χριστουγεννιάτικα  λαμπιόνια στα παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας. «Αυτά τα φωτισμένα παράθυρα με πείθουν πως νικάμε στη ζωή». Δεν ξέρω καν γιατί  «έπλεαν» στο στόμα μου τούτες οι λέξεις. Τις έγραψα στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου της Σχολής.

Το μόνο που ήθελα ήταν να διακτινιστώ  στην ζεστασιά και στην ασφάλεια του σπιτιού μου, κοντά στους γονείς και στα αδέρφια μου, στα αγαπημένα μου πρόσωπα. Αυτό είναι για μένα Χριστούγεννα: Οι ανοιχτές αγκαλιές, οι ανοιχτές καρδιές και τα ανοιχτά μυαλά. Χρόνια πολλά λοιπόν στον πλανήτη γη, χρόνια πολλά σε όλον τον κόσμο. Να ευχηθώ λιγότερα βάσανα, λιγότερη μοναξιά, περισσότερη υπομονή και κατανόηση.