Καθώς όπως περίτρανα αποδείχτηκε, η απένταξη δεν είναι… «λογιστικό λάθος»

Από τη δεκαετία του ΄80, που ο «Μουσικός Αύγουστος» του Ηρακλείου ακτινοβολούσε ως κορυφαίο γεγονός,  και η λάμψη του  ξεπερνούσε τα στενά γεωγραφικά όρια του τόπου μας, είχε ξεκινήσει μια μακρά συζήτηση στην αυτοδιοίκηση για το πόσο η πόλη αδικεί τον εαυτό της, καθώς οι πολιτιστικές εκδηλώσεις περιορίζονταν μόνο σε ένα μήνα του καλοκαιριού και δεν είχαν συνέχεια τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου.

Στα χρόνια που πέρασαν, την ίδια ώρα που η πόλη εδραίωνε τη θέση της ως οικονομικό, εμπορικό, τουριστικό κέντρο, το οποίο διαμόρφωνε εξελίξεις στο πεδίο της πολιτικής ζωής ολόκληρου του νησιού, κατέγραφε ένα βαρύ έλλειμμα στις δομές του πολιτισμού που αποδείχτηκε η αχίλλειος πτέρνα της, στην ανάπτυξη και τη μετεξέλιξή της.

Το Πολιτιστικό Κέντρο Ηρακλείου, θεμελιώθηκε μετά από μια μακρά πορεία παλινδρομήσεων σε ό,τι αφορά στη διασφάλιση της χρηματοδότησής του, αλλά και μια σκληρή πολιτική αντιπαλότητα για τους σκοπούς που θα κληθεί να υπηρετήσει, τα μεγέθη του και τη βιωσιμότητά του.

Ακριβώς τα ίδια ζητήματα αναδύονται και σήμερα που το Πολιτιστικό Κέντρο στέκει αγέρωχο με την πλάτη γυρισμένη στον ιστορικό ιστό του Ηρακλείου που πεθαίνει όρθιος, και την προβολή του στραμμένη στο ενετικό τείχος, προκαλώντας αναπόδραστους συνειρμούς και αγωνίες, για το χθες το σήμερα και το αύριο αυτού του τόπου.

Ο διπλασιασμός της χρέωσης του κόστους διάθεσης των αιθουσών του Πολιτιστικού Κέντρου για τη διοργάνωση παραστάσεων και εκδηλώσεων, είναι μια πολιτική πράξη με δραματικό αντίκτυπο στους καλλιτέχνες τους δημιουργούς και τους επαγγελματίες που στηρίζουν τον πολιτισμό αλλά και επιζήμια αλληλεπίδραση στην κοινωνία.

Οι άνθρωποι της τέχνης και όλοι οι επαγγελματικοί κλάδοι που προσφέρουν υπηρεσίες στον πολιτισμό, (οι οποίοι χτυπήθηκαν ανελέητα από τους αποκλεισμούς της πανδημίας και πολλοί από αυτούς κυριολεκτικά δεν έχουν χρήματα για να ζήσουν), ουσιαστικά αποκλείονται από μια δημόσια δομή, όπου το πρώτο που θα περίμενε κανείς είναι να φωλιάσει τις ανάγκες τους και να τους προσφέρει βήμα και διέξοδο προς την κοινωνία για να μπορούν να παράξουν έργο.

Και εδώ ανοίγει ένα τεράστιο κεφάλαιο για τη σχέση του Πολιτιστικού Κέντρου με την ντόπια πολιτιστική δημιουργία την οποία όλοι περιμέναμε με αγωνία, για να πιάσει τόπο η πολυδάπανη κατασκευή, αυτού του κτηριακού μεγαθήριου, ώστε να μην καταλήξει σκοτεινό θλιβερό κουφάρι, αλλά κυψέλη δημιουργίας.

Το πιο κρίσιμο όμως της υπόθεσης είναι ότι το περίφημο χαράτσι των νέων τιμών των αιθουσών του Πολιτιστικού, ήρθε ως φυσική εξέλιξη μιας συνολικότερης διαχρονικής πολιτικής κατεύθυνσης, που δείχνει το πώς ένα δημόσιο έργο που φτιάχνεται για τις ανάγκες της κοινωνίας, καταλήγει να λειτουργεί με άκαμπτους οικονομικούς όρους, που θεμελιώνουν συνθήκες σκληρού ταξικού αποκλεισμού. Το οποίο σημαίνει ότι όποιος έχει χρήματα έχει πρόσβαση στους χώρους του Πολιτιστικού.

Όποιος δεν έχει χρήματα κάθεται και το βλέπει απ΄ έξω. Το σημειώνω δηκτικά για την τραγική ειρωνεία που αναδύει το γεγονός ότι μπορεί η πρόσβαση στους χώρους του Πολιτιστικού να έχει αποκλεισμούς, όμως η κάλυψη του κόστους της απένταξης του που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας δεν έχει απολύτως κανένα.

Τα 11.814.687 ευρώ που αντιστοιχούν «στο μάρμαρο» της απένταξης της α’ φάσης του Πολιτιστικού από το  πρόγραμμα «Πολιτισμός» θα πληρωθεί και από τις τσέπες όσων σήμερα ζουν τον αποκλεισμό από τους χώρους του. Θα το πληρώσουμε όλοι μας…  είτε ως Δήμος Ηρακλείου, είτε ως χώρα… καθώς όπως περίτρανα αποδείχτηκε, η απένταξη δεν είναι… «λογιστικό λάθος».