Ο λογαριασμός της ΔΕΗ
και ο σπασμένος κουμπαράς…

Η ώρα 20 λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα. Η Μαρία, εξαντλημένη από τη δουλειά και το μαγείρεμα, πλύσιμο πιατών και άλλα ωραία, είπε να κλείσει την τηλεόραση και στη συνέχεια και τα ταλαιπωρημένα ματάκια της.

Ο Νίκος, όμως, είχε στο ένα χέρι τον λογαριασμό της ΔΕΗ και στο άλλο το κομπιουτεράκι.

«Χριστιανέ μου, είναι αργά. Εξάλλου, όσο και να τα υπολογίζεις, δε βγαίνουν. Δεν πειράζει, πήρα κάμποσα κουτιά μακαρόνια, θα τη βγάλουμε ως το τέλος του μήνα, πάντα το κάνουμε…»

«Πήγαινε εσύ για ύπνο και μη νοιάζεσαι, δεν μπορώ να ηρεμήσω τώρα. Θα έρθω, όμως…»

Η Μαρία κούνησε το κεφάλι της και δέχτηκε τη μοίρα της.

Ο μεγάλος τους γιος, ο Γιώργος, δίψασε γύρω στις 3 τα ξημερώματα. Πήγε στο δωμάτιο των γονιών του και είδε τη μαμά του αγκαλιά με ένα μαξιλάρι. Κατάλαβε… Κατέβηκε τα σκαλιά και αντίκρισε ακριβώς αυτό που περίμενε… Τον πατέρα του, τον είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ και στο πάτωμα είχε πέσει ένας λογαριασμός με ένα αστρονομικό ποσό. Ο Γιώργος είχε πρόσφατα συζητήσει με τους γονείς του για το πόσα βγάζουν, ήθελαν να του εξηγήσουν για ποιο λόγο καθυστέρησαν λίγο να του αγοράσουν το ποδήλατο που τόσο ονειρευόταν. Όλοι οι φίλοι του είχαν, περνούσαν από το σπίτι, τον χαιρετούσαν, καμιά φορά του δάνειζαν και το δικό τους… Εκείνος ήταν στο περίμενε.

«Τον Μάρτιο θα το έχεις, στο υπόσχομαι», του είπε ο πατέρας του τα Χριστούγεννα.

Τα Χριστούγεννα… Την Παραμονή, ο Γιώργος για πρώτη φορά είπε τα κάλαντα. Ήταν στο χωριό, όπου οι γονείς του δε φοβούνται να τον αφήνουν να κάνει βόλτες μόνος του, ήταν εκεί και τα μεγαλύτερα ξαδέλφια του.

Έτσι, με ένα τρίγωνο στο χέρι και αφού έκανε πολλές πρόβες και είχε κουτσοκαταφέρει να τα μάθει, είπε τα κάλαντα. Δεν άφησαν σπίτι για σπίτι, άλλοι τους έδιναν μελομακάρουνα, άλλοι σοκολατάκια, αλλά οι πιο πολλοί ένα ωραιότατο χαρτζιλίκι. Ευτυχώς, πέρασαν και από το καφενείο του χωριού, ο κ. Στρατής είναι τόσο κουβαρντάς και φίλος του παππού, τους έδωσε ένα κολλαριστό 20άρικο!

Η γιαγιά έδωσε το κατιτίς της και έτσι το ποσό που μάζεψαν ήταν παραπάνω από αξιόλογο.

Ο Γιώργος, μόλις επέστρεψαν στο Ηράκλειο, έβαλε τα χρήματά του στον κουμπαρά, αυτό σε σχήμα γουρουνιού που μόνο αν σπάσει μπορείς να τα βγάλεις. Είπε στον μπαμπά του πως αν χρειαστεί θα τσοντάρει για το ποδήλατο.

Ώρα 3.30 τα ξημερώματα… Ο Γιώργος ανεβαίνει στο δωμάτιό του, σπάει όσο πιο αθόρυβα γίνεται τον κουμπαρά του και βάζει τα χρήματα στο πορτοφόλι του μπαμπά με το εξής σημείωμα «Από τον Γιώργο, μην ανησυχείς, δεν τα θέλω πίσω. Δε θέλω ποδήλατο, μπαμπά, μεγάλωσα πια, είναι για τη ΔΕΗ. Σε αγαπώ!»

Υ.Γ. Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και καταστάσεις, με λίγο παραποιημένο περιεχόμενο για προφανείς λόγους. Όσο υπάρχουν τέτοια παιδιά, είμαι αισιόδοξη για το αύριο, όσο, όμως, χρειάζεται να σπάνε τον κουμπαρά τους, να αφήνουν σε δεύτερη μοίρα τα όνειρά τους για… τον λογαριασμό της ΔΕΗ, η αισιοδοξία μου πάει περίπατο.