«Δεν μπορούσα να τραγουδήσω κάτι φτηνό»

«Ήμουν τσαγκάρης. Σ’ ένα υπόγειο μαγαζί έφτιαχνα παπούτσια και τραγουδούσα. Με βρήκε ο Θεοδωράκης.Μέσα σε μία εβδομάδα τραγούδησα στη Μόσχα, στην αίθουσα Τσαικόφσκι, τους “Μοιραίους” του Βάρναλη.

Ήταν τέλος του 1966. Ακολούθησαν 30 συναυλίες σε όλες τις πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης. Τον Μάη του ’67 πήγα στο Παρίσι. Έτσι άρχισαν οι συναυλίες σε 5 ηπείρους.

Με την Μαρία Φαραντούρη ζήσαμε έντονες στιγμές. Εκατοντάδες εμφανίσεις στο εξωτερικό. Περνάνε διάφορα από το μυαλό: μνήμες, νοσταλγία, μια επιθυμία. Θα ήθελα να μου ξανασυμβούν όλα αυτά. Δεν πρόσβαλα τα αυτιά των άλλων. Δεν πρόδωσα κανέναν. Δεν ζήτησα ποτέ από τον εκάστοτε συνθέτη της μόδας, υλικό ανάλογα με το πνεύμα της εποχής. Ποτέ δεν είπα: “sos παιδιά, θα τραγουδήσω στα μεγάλα μαγαζιά, γράψτε μου κάτι να έχει μεγάλη απόδοση”.

Είμαι περήφανος γιατί δεν συμβιβάστηκα, γιατί δεν απαρνήθηκα αυτό που είμαι. Πορεύτηκα στη νύχτα τραγουδώντας Σικελιανό, Ελευθερίου, Χριστοδούλου. Τραγούδια ωραία με λόγο σοβαρό.

Μου άρεσε η ποίηση – ακόμη διαβάζω – δεν μπορούσα λοιπόν

να τραγουδήσω κάτι φτηνό. Ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου έφτιαξε τον χαρακτήρα μου. Σε αυτόν οφείλω τη γνωριμία μου

με την ποίηση, με τη λογοτεχνία. Δεν είχα σχέση με τη μάθηση και είμαι ευχαριστημένος που προσπάθησα να μη μείνω αδαής.

Άνοιξα κάποια βιβλία, γνώρισα ανθρώπους ξεχωριστούς. Σαράντα χρόνια γεμάτα. Η γενιά μου είχε διωγμούς, στερήσεις, οικογένειες σε εξορίες. Αγωνία για την επιβίωση, όχι για το επιπλέον. Υπήρχε ένα κοινό όραμα. Ύστερα μπήκαν  και οι μεγάλοι σε αυτό. Ποιητές και δημιουργοί. Ήταν οι αιμοδότες. Ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις.

Έτσι ακούσαμε Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο.

Ο λαός αγαπούσε εξίσου τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”, και το “Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου”.

Πάντα φορούσα λευκά ρούχα. Στο Μεσαίωνα το λευκό ήταν στοιχείο πένθους. Είχα πολλά να πενθήσω.

Τη ζωή που φεύγει, αυτό που δεν πάει καλά, τους δικούς μου αγνοούμενους, τους άλλους στην εξορία. Λίγες ήταν οι χαρές. Γεννήθηκα στην Καισαριανή. Εδώ που μένω. Εδώ γονείς, εδώ παιδιά, εδώ έφυγαν όλοι οι αγαπημένοι, από εδώ θα είναι

το τελευταίο ταξίδι. Εδώ, στην Καισαριανή, εξοικειωθήκαμε νωρίς με τον θάνατο. Δεν τον προκαλώ, αλλά του λέω περήφανα:

“Δε σε φοβάμαι. Έλα να φύγουμε, και θα τα πούμε στο δρόμο”

(Απόσπασμα από συνέντευξη του Αντώνη Καλογιάννη στη Γιώτα Συκκά, στην Καθημερινή)

«Όρτσα τα πανιά» Αντώνη Καλογιάννη με την  βαθιά, μοναχική, ζεστή σου φωνή. Στόλιζες τον κόσμο μας.