«Συναντούσα στο πρόσωπό τους
μια διαφορετική εκδοχή
του Προμηθέα που αναμετρήθηκε μέχρι τέλους με την κτηνωδία του φασισμού»

Τους θυμάμαι όλους έναν έναν και ας έχουν φύγει από τη ζωή, οι περισσότεροι από αυτούς χρόνια τώρα. Ήμουν παιδί ακόμα, κι όμως κάθε φορά που στεκόμουν δίπλα τους  ένιωθα να με λούζει από την κορφή ως τα νύχια, η καταλυτική αίσθηση της μοναδικότητας της στιγμής που καταλάβαινα ότι ζω. Ήμουν ανάμεσα σε ήρωες. Άπαρτα βουνά. Εαμίτες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, με καρδιά λονταριού, δύναμη γίγαντα, αετίσια περηφάνια και αντοχές ατσάλινες…

Άκουγα με τις ώρες τις συζητήσεις τους για την πείνα, τη φτώχεια, την ξυπολυσιά, τη φρίκη των εκτελέσεων, των βασανιστηρίων από τους φασίστες κατακτητές…  Άφηνα το βλέμμα μου να ταξιδεύει πάνω τους καθώς συναντούσα στο πρόσωπό τους μια διαφορετική εκδοχή του Προμηθέα που αναμετρήθηκε μέχρι τέλους  με την κτηνωδία του φασισμού. Άκουγα να διηγούνται τις ιστορίες τους και ένιωθα να αλλάζουν οι διαστάσεις τους.

Έβλεπα μπροστά μου άτρωτους ημίθεους, πολυμήχανους μαχητές, αλύγιστους αγωνιστές που άντεχαν να γελούν ακόμα και όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι με τα πιο τρομακτικά καρτέρια του θανάτου που τους έστηναν οι φασίστες.

Και αν τους ρωτούσες πως άντεξες και δεν λύγισες, χαμήλωναν το βλέμμα και σου αποκρίνονταν ότι απλώς έκαναν το καθήκον τους… με διάθεση σχεδόν ενοχλημένη, γιατί γι’ αυτούς η έννοια του χρέους απέναντι στις πανανθρώπινες αξίες και η αγάπη τους για την πατρίδα ήταν πάνω και από τη ζωή τους. Μπροστά σε τέτοια μεγέθη δύναμης και αντοχών είχα μέσα μου όλη τη βεβαιότητα του κόσμου ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κλάψει ποτέ στη ζωή τους… Όλα αυτά μέχρι την πρώτη φορά που βρέθηκα -παιδάκι ακόμα- σε μνημόσυνο για το ολοκαύτωμα της Βιάννου. Ήταν η στιγμή που άρχισε η απαγγελία…

«Αδέλφια σαν θα πάτε στης Βιάννου τα χωριά

μνήματα μην πατάτε, μην πάρουνε φωτιά.

Στα μνήματα εκείνα τα τόσο λυπηρά

ταφήκανε αδέλφια για την ελευθεριά…

Μια μέρα του Σεπτέμβρη έλαμπε ο ουρανός

μα στα χωριά της Βιάννου ήτανε σκοτεινός.

Οι βάρβαροι επήγαν και βάλανε φωτιά,

Σύμη, Κεφαλοβρύσι, Μύρτος και Κρεββατά»

Κανείς τους δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρια που ανάβλυζαν ποτάμι μέσα από τα μάτια τους. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε…

Αυτοί οι άνθρωποι που σμιλεύτηκαν με σίδερο και ατσάλι ράγιζαν με τέσσερα δίστιχα;  Άλλοι έβαζαν το χέρι τους μπροστά για να κρύψουν το κλάμα τους και άλλοι έψαχναν πέτρα να ακουμπήσουν για να αντέξουν τον αφόρητο πόνο από τις αβάσταχτες οδύνες της μνήμης, καθώς έτρεχαν μπροστά στα μάτια τους  καρέ – καρέ οι εικόνες της φρίκης του θανάτου αυτών που σφάχτηκαν σα ζώα, εκείνων που κάηκαν ζωντανοί, αυτών που κρεμάστηκαν μετά από φρικτά βασανιστήρια, των παιδιών που εκτελέστηκαν  από τους φασίστες.

Δηλαδή των παππούδων μας, των γιαγιάδων μας, των θείων και των ξαδέλφων μας… Ο  τόπος μας είναι ποτισμένος με το αίμα τους. Κάθε σπιθαμή γης που πατάμε μαρτυρά τη θυσία και τα βασανιστήριά τους από την κτηνωδία του φασισμού που κυκλώνει για άλλη μια φορά τις ζωές μας. Και η τραγικότητα αυτή συντελείται με την απάθεια του εφησυχασμού και της ανοχής, με το βύθισμα στη λήθη και την ιστορική παραχάραξη που τόσο έντεχνα εξελίσσεται…

Το μέλλον των παιδιών μας χτίζεται με τη σφραγίδα των επιλογών μας και σε κάθε επόμενο βήμα κρινόμαστε. Αν θα σταθούμε αντάξιοι της βαθιάς δημοκρατικής και αντιφασιστικής παράδοσης του τόπου μας, ή αν θα υποκύψουμε στη βαρβαρότητα της βλακείας με… περικεφαλαία.