Συνήθως, δεν θυμάμαι τα όνειρά μου. Ξυπνάω, και η ομίχλη της νύχτας εξατμίζεται σαν καπνός, αφήνοντας πίσω της μόνο το κενό.
Όμως, αυτό το όνειρο ήταν διαφορετικό. Πάλεψα να το κρατήσω στη μνήμη μου, να μην χαθεί στη λήθη, όπως τόσα άλλα.
Ήταν μια φανταστική χώρα, πολύ διαφορετική από την φιλόξενη Ελλάδα, τη χώρα της ανθρωπιάς… Ένα μέρος παγωμένο, ξένο, όπου αντί για ζεστά χαμόγελα υπήρχαν ψυχρές σκιές. Κι εκεί, σε αυτή τη γη, υπήρχε ένα νησί – μια μεγαλόνησος – που δεν θύμιζε καθόλου τη λεβεντογέννα μας.
Σε αυτό το νησί διεξαγόταν ένα συνέδριο για μια ασθένεια. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Θυμάμαι, όμως, έναν από τους ομιλητές, ένα «σημαίνον» στέλεχος της υγείας. Ο αθεόφοβος χειροκροτήθηκε από κάποιους μετά την εισήγησή του την οποία, ως τυχαίος ακροατής, αγνόησα σχεδόν ολοκληρωτικά.
Το υποσυνείδητό μου, ωστόσο, (συγγνώμη, Σίγκμουντ, αν κάνω λάθος), κράτησε μια λέξη: Οικονομία. Κι έπειτα, λες και υπήρξε μια προτροπή: «Οικονομία στις θεραπείες, αν ο ασθενής είναι μιας κάποιας ηλικίας». Οικονομία, όχι ζωή. Οικονομία, όχι ελπίδα.
Όταν ξύπνησα, σκέφτηκα τους γονείς μου, τους παππούδες μου, τους ηλικιωμένους φίλους μου. Σκεφτόμουν τη λέξη «οικονομία» στις θεραπείες, και από την άλλη, τα γηρατειά – αυτά που μας δίδαξαν υπομονή, αγάπη και αντοχή.
Στο όνειρό μου, ευτυχώς, δεν χειροκροτήθηκε από όλους. Υπήρχαν άνθρωποι στην αίθουσα που, όπως κι εγώ, έμειναν σιωπηλοί, ίσως και σκεπτικοί, αμφισβητώντας την ψυχρή και απάνθρωπη λογική του.
Δεν είναι, άλλωστε, στην κουλτούρα μας να πετάμε τους ηλικιωμένους στην άκρη, σαν τα γερασμένα άλογα στον γκρεμό. «Όχι, οι μεγαλύτεροι είναι θησαυρός, άξιοι φροντίδας και σεβασμού», σκεφτόμουν το πρωί, με την τσίμπλα ακόμη στο μάτι.
Ο Πικάσο είχε πει: «Οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς είναι πραγματικό». Αναρωτιόμουν για μέρες αν κι άλλοι είχαν δει τον ίδιο εφιάλτη. Αν τον είδαμε μαζί, μπορούμε να μοιραστούμε την ανησυχία μας. Να μιλήσουμε για τους φόβους μας, για τους αγαπημένους μας, για την ηθική της φροντίδας.
Αν μοιραστήκαμε το ίδιο όνειρο και την ίδια φιλοσοφία, ας εκφράσουμε την αντίθεσή μας σε αυτό που το όνειρο υπαινίσσεται. Όσο για σένα, φανταστικό «σημαίνον» πρόσωπο, αναρωτιέμαι: κάποτε έδωσες κι εσύ όρκο στον Ιπποκράτη· πώς τολμάς να λησμονείς την ουσία αυτού του όρκου;