Στο μάτι τους -πράγμα σπάνιο- καταλάβαινες ότι δεν σε έβλεπαν σαν ευρώ

Να σας πω ότι έχω να πάω πάνω από πέντε με έξι χρόνια διακοπές.  Αν και ποτέ δεν ήταν μακροχρόνιες, σπανίως ολόκληρη εβδομάδα, ήταν μια ανάσα που γέμιζε τις μπαταρίες για τον χειμώνα που ακολουθούσε.

Ήταν αυτές οι πολύτιμες αναμνήσεις που ανασύρονταν στις σκοτεινές μέρες, η αίσθηση της αλμύρας, η μυρωδιά της θάλασσας, ο χρόνος που έμοιαζε να κυλά αλλιώς, τα αστεία, οι όποιες αναποδιές  που με τον καιρό γίνονταν τα ανέκδοτα της  παρέας.

Ένα από τα καλύτερά μου ταξίδια ήταν σε ένα τοσοδούλικο νησάκι με λιγοστό τουρισμό. Ναι, υπάρχουν κι αυτά ακόμα, ευτυχώς. Η πρώτη εντύπωση – δεν ντρέπομαι να το πω- δεν ήταν κι η καλύτερη. “Ωχ, πάμε να φύγουμε, πότε είναι το επόμενο πλοίο;“.

Παραλία το νησάκι είχε μια όλη κι όλη και αυτή μακριά. Η ομορφιά του δεν σε συνέπαιρνε με την πρώτη.

Ένα ξενοδοχείο όλο κι όλο, μισοπαρατημένο στην τύχη ενός εργολάβου ιδιοκτήτη, όχι και πρώτης καθαριότητας. Δούλεψε χλωρίνη με το κιλό, που λέει ο λόγος, για να νιώσουμε ανθρωπινά.

Αλλά μια θέα στο απέραντο γαλάζιο που σε καθήλωνε. Όμως ήταν οι άνθρωποι και οι πρωτόγνωρες καταστάσεις που ζήσαμε εκεί, που πάντα θα έχει αυτός ο τόπος μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά και την ψυχή.

Κατ’ αρχάς, στο μάτι τους – πράγμα σπάνιο- καταλάβαινες οτι δεν σε έβλεπαν σαν ευρώ. Μια φορά θελήσαμε να παραγγείλουμε κακαβιά και συνηθισμένοι από τις τιμές στην Κρήτη και σε άλλα τουριστικά μέρη, νιώσαμε την ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή τα της τιμής.

Μια ολόκληρη τσουκάλα με φρεσκότατο ψάρι σε τιμή που…  δεν υπάρχει.  Μέσα σε δύο ημέρες ειχαμε μάθει όλα τα οικογενειακά του νησιού.

Η πονηρή αδελφή που δεν ήθελε να παντρευτεί ο αδελφός, ο αγαπημένος μάγειρας και ιδιοκτήτης της μιας από τις δυο ταβέρνες του νησιού, που ήταν σεφ σε κρουαζιερόπλοια και είχε γυρίσει τον κόσμο, για να κατασταλάξει στο μικρό νησί του, ο “αφορεσμός“ του επισκόπου της περιοχής γιατί στο γλέντι εν μέσω νηστείας καταναλώθηκε μεγάλη ποσότητα κρέατος, ο αστυνομικός σταθμός με τον μοναδικό αστυνομικό και την αρραβωνιαστικιά του να επιδίδονται σε αγώνες τάβλι, αφού θέματα αστυνομικά δεν υπήρχαν.

Ο μάγειρας που ταυτοχρόνως εκτελούσε και χρέη ταχυδρόμου, αφού κάθε που προσέγγιζε το καράβι κατέβαινε στο λιμανάκι για να πάρει την αλληλογραφία, οι λουκουμάδες που έφερνε ο καπετάνιος του πλοίου και μοιράζονταν το πρωί σε όλους μαζί με το καφεδάκι.

Όλα αυτά κάνουν εκείνο το νησάκι μοναδικό και επειδή έχουν περάσει χρόνια ελπίζω να μην εχουν αλλάξει πολλά. Άλλωστε, οι κάτοικοι δεν ήταν του μαζικού τουρισμού κι αυτό φαινόταν παντού.  Δεν θα σας πω ποιο νησί είναι, ακριβώς γι’ αυτό. Αυτές οι διακοπές μού ήρθαν στο νού, εξαιτίας των καταστάσεων που ζούμε.

Πέρσι τέτοια εποχή έκανα σχέδια: ό,τι και να γίνει δυο -τρεις μέρες θα τις ξεκλέψω για μια μικρή ανάσα. Όμως όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει. Ήρθανε τα πάνω-κάτω σε ένα καλοκαίρι τόσο διαφορετικό από τα άλλα, μ’ αυτόν τον καταραμένο ιό.

Μια χώρα με μονοκαλλιέργεια στον τουρισμό, αυτό το εύθραυστο προϊόν, λογικό είναι να κακοπεράσει πιο πολύ από τις άλλες. Κι όσο ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται, τα λεφτά των τουριστών χωρίς τους τουρίστες  οι διακοπές θα έχουν έναν αόρατο μανδύα φόβου, χωρίς την αλαφράδα των αλλοτινών εποχών.