Όλοι, ή σχεδόν όλοι οι Κρητικοί, έχουμε ελιές και φυσικά το δικό μας λάδι. Αυτό είναι ένα προνόμιο, που πριν από δεκαετίες στα φοιτητικά μας χρόνια γινόταν αστείο, όταν συμφοιτητές από άλλες περιοχές μάς έβλεπαν στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη να «λαδώνουμε» τις σαλάτες μας.
Οι παρατηρήσεις ήταν πολλές και η έκπληξη των συμφοιτητών μεγαλύτερη, καθώς η σαλάτα «κολυμπούσε» στο λάδι. Μας έλεγαν λοιπόν πως κάναμε σπατάλη. Ποτέ ούτε τότε, ούτε σήμερα το είδαμε έτσι.
Το θεωρούμε «χρυσάφι» μεν, αλλά για να καλύπτει τις ανάγκες μας δε. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν λίγο πριν το 2010 βρέθηκα με δημοσιογραφική αποστολή στην Κίνα, είδα μια νεαρή έγκυο Κινέζα να φυλάει με προσοχή το ένα λίτρο συσκευασμένο ελαιόλαδο που της χάρισαν τα μέλη της αποστολής, για το μωρό που θα γεννούσε.
Θυμήθηκα τα καλοκαίρια που έρχονταν στο χωριό φίλοι και συγγενείς από την Αθήνα και αλλού το λάδι ήταν απαραίτητο και αναμενόμενο πεσκέσι, αφού κανείς δεν έφευγε από το σπίτι μας χωρίς να πάρει ένα κανιστράκι.
Οι παππούδες και οι γονείς μας αγρότες φρόντιζαν με επιμέλεια τα δέντρα τους και τα αγαπούσαν σχεδόν όπως και ‘μας, τα παιδιά τους. Μάζευαν με προσοχή να μην πληγώσουν τα κλαδιά, κλάδευαν επίσης προσεκτικά «να ανασάνει το δέντρο αλλά να μη χάσει τη δύναμή του».
Κάπως έτσι η ελιά και το λάδι έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς μας, συνήθεια που δεν τη σκέφτεσαι. Μέχρι που προχθές έπεσε το μάτι μου σε ένα λίτρο συσκευασμένο ελαιόλαδο στο σούπερ μάρκετ το οποίο κόστιζε 8,73 ευρώ. Έμεινα στην κυριολεξία «στήλη άλατος» καθώς ποτέ δεν έχω αγοράσει λάδι, δεν χρειάστηκε να αγοράσω και το ράφι που είναι τοποθετημένα τα έλαια στο σούπερ μάρκετ το προσπερνούσα βιαστικά χωρίς καν να το βλέπω.
Εννοείται ότι ήξερα για τη διαφορά της τιμής από το χωράφι στο ράφι, πολλές φορές το είχα ακούσει και επίσης πολλές φορές το είχα κάνει ρεπορτάζ. Αλλά τελικά είναι άλλο να το συζητάς θεωρητικά και άλλο να βλέπεις ξαφνικά μπροστά σου μια «κίτρινη ταμπελίτσα»… να βγάζει μάτι και να σου φαίνεται πως σε κοροϊδεύει.
Κι επειδή χρόνια το κουβεντιάζουμε, όχι μόνοι μας αλλά και οι πολιτικοί μας και οι επιστήμονες και οι παράγοντες της αγοράς, είναι ένα θέμα που δεν φαίνεται να βρίσκει λύση. Κάτι δεν κάνουμε καλά. Στο λάδι και στα υπόλοιπα.
Γι’ αυτό ο αγρότης είναι μονίμως στην πείνα και παραπονούμενος και ο καταναλωτής δυσαρεστημένος. Γι’ αυτό τα ξαδέρφια μου από το χωριό μου λένε: «εσείς στη χώρα καλοπερνάτε». Κι εγώ ζηλεύω τις δικές τους ανεξάρτητες ζωές δίπλα στη φύση.
Προφανώς όλα αυτά είναι συζητήσεις από ανθρώπους που δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε δραστικές αλλαγές στη ζωή τους, αλλά αυτή η ταμπελίτσα με το «8.73» έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου.
Για όσους μεγάλωσαν σε χωριά, η ελιά και το λάδι είναι οι γευστικές τους μνήμες, οι μνήμες από λιομάζωμα στο απόι και με βρεγμένα πόδια από τις ξινίδες. Είναι ένα κολατσό κάτω από την ελιά και το βράδυ να περιμένουμε με αγωνία να μάθουμε πώς πήγε το άλεσμα. Είναι ένα κομμάτι προσωπικής ιστορίας που προσπαθούμε να διατηρούμε με κάθε τρόπο.
Έτσι ούτε «σειρήνες» για να γίνουμε πλούσιοι μάς πιάνουν, ούτε τα «χρηματιστήρια ελαιολάδου» από την Τουρκία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Τυνησία καταλαβαίνουμε.
Μια τίμια τιμή για να πληρώνεται κι ο κόπος αυτών που είναι επιφορτισμένοι να κρατήσουν ζωντανή την Κρητική ύπαιθρο θέλουμε. Και δεν νομίζουμε πως είναι και κάτι σπουδαίο αυτό.