Αγέρωχο, κατακόκκινο, περήφανο, δεν καταδεχόταν να κοιτάξει τις πληγές του και έδινε τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, πιτσιρίκια ακόμα, προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε τον μικρόκοσμό μας, που έδειχνε τόσο απέραντος και μυστηριώδης.

Χανόμασταν με τα ποδήλατα στις γειτονιές του κέντρου, αφημένοι στην ξέφρενη χαρά της προσμονής, για το πού θα μας βγάλει το καινούριο ταξίδι που ξανοιγόταν μπροστά μας. Και μπορεί να κοιτούσαμε τα ίδια πράγματα, όμως δεν είμαι σίγουρη αν τα βλέπαμε με τον ίδιο τρόπο.

Αυτό με προβλημάτισε για πρώτη φορά, όταν στάθηκα μπροστά σε ένα πανέμορφο διώροφο παραδοσιακό κτίσμα που είχε δεχτεί θανάσιμο πλήγμα από μια πελώρια πορτοκαλί μπουλντόζα που έχασκε μπροστά του αυτάρεσκα, καθώς καταβρόχθιζε το ιστορικό κτηριακό απόθεμα της πόλης.

Ήταν η εποχή που το Ηράκλειο παλλόταν στον αστερισμό της αντιπαροχής, καθώς η απόκτηση ενός ρετιρέ ήταν ο κρυφός πόθος που σκιρτούσε στη μικροαστική συνείδηση της πόλης. Το πιο μεγάλο μέρος του σπιτιού είχε κουβαριαστεί σε έναν σωρό ταπεινωμένο και ένα μικρό κομμάτι του παρέμενε ορθό με αξιοθαύμαστη φιλοτιμία.

Μα την παράσταση έκλεβε ένα κόκκινο γεράνι, στην ταράτσα του σπιτιού, μέσα σε μια καφέ σκαλιστή πήλινη γλάστρα. Ένα κομμάτι της γλάστρας είχε θρυμματιστεί και άφηνε πέρασμα να κυλίσει στη γη το χώμα της. Μα το γεράνι αγέρωχο κατακόκκινο, περήφανο, δεν καταδεχόταν να κοιτάξει τις πληγές του και έδινε τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του, αναδύοντας όλη την ομορφιά του κόσμου.

Αυτή η εικόνα με το κόκκινο γεράνι και τους τόσους συμβολισμούς ρίζωσε τόσο βαθιά μέσα μου, που δεν κατάφερε ούτε ο χρόνος ούτε οι άλλες καταιγιστικές εμπειρίες της ζωής που ακολούθησαν να τη σβήσουν. Από εκείνη τη στιγμή και όλα τα χρόνια που ακολούθησαν έθρεψαν μέσα μου την κρυφή αγωνία για το αν αυτή την εικόνα που αντικρίσαμε, σε μια από τις παιδικές περιπλανήσεις μας καταφέραμε να τη δούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο.

Αν μπορέσαμε να αποτυπώσουμε τα νοήματα της, αν αντιληφθήκαμε τις αλήθειες της και πόσο καθόρισαν τη ζωή μας οι βαθύτεροι συμβολισμοί της. Διότι όπως τόσο υπέροχα περιέγραψε ο ποιητής μας Γ. Ρίτσος, «ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου…».