Πώς μπορεί να χάθηκε ξαφνικά ένας άξιος άνθρωπος;

Αγγίζει η ιερότητα του Όρους τον Θεό; Μοιάζει να ακουμπάς στον Ύψιστο όταν κοιτάς τον Αθωνα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη και πολύ περισσότερο αποκτά χαρακτήρα τραγικό όταν χάνεται ένας άνθρωπος, ένας αγαπημένος φίλος στα άγια χώματα του πιο σεπτού τόπου που υπάρχει στη Γη, εδώ και 1.000 χρόνια.

Το «γιατί» δεν έχει απάντηση, είναι μεταφυσικό ερώτημα που κανένας δεν μπόρεσε να απαντήσει τα χρόνια που ξέρουμε. Δεν μπορούν να απαντήσουν κι εκείνοι που αφιερώθηκαν στην Εκκλησία του Χριστού, που κλείστηκαν για χρόνια στο «περιβόλι της Παναγίας». Αυτές τις απαντήσεις αναζητούν κι εκείνοι ακόμη…

Το μεγάλο “γιατί” είναι στο μυαλό όλων μας από τη στιγμή που μάθαμε ότι χάθηκε τόσο ξαφνικά και ανεξήγητα ο Γιώργος Καραντινός. Πήγε για προσκύνημα εκεί ο γιατρός με τους φίλους του, ήθελε να ζήσει ξανά τη μαγεία του χώρου, την παράδοση, τη βαριά ιστορία του τόπου. Κι όμως εκεί κάπου… δεν υπήρξε θεία πρόνοια, κάποιος έκλεισε τα μάτια και χάθηκε ένας καλός άνθρωπος, ένας σημαντικός επιστήμονας. Γιατί; Μα, δεν υπάρχει γιατί… Αυτό πρέπει να το δεχτούμε!

Δυσκολεύομαι ακόμη να το πιστέψω. Φέρνω στη μνήμη μου το σαββατοκύριακο στις Καρυές. Στη συνάντηση, στον καφέ, εκεί που πιάσαμε την κουβέντα για το Άγιον Ορος, τις μονές, τις διαδρομές που ήθελες να κάνεις με τους φίλους σου στα μοναστήρια: Σταυρονικήτα, Λαύρα, Ξενοφώντος, Ιβήρων… σκήτες. Σε όσα περισσότερα μπορούσαν να πάνε!

Ήσουν χαρούμενος, ευτυχισμένος γι’ αυτό το ταξίδι! Κι όταν σε πείραξα για την παρέα των γιατρών: «Έμεινε κανένας στο Βενιζέλειο; Φύγατε όλοι οι γιατροί!» η απάντησή σου ήταν άμεση: «Το μοναστήρι να ‘ναι καλά»!

Αλλά δεν εννοούσες κανένα από τα είκοσι κοινοβιακά του Αγίου Ορους, μα το ίδιο το Βενιζέλειο! Αυτός ήταν ο δικός σου «άγιος τόπος», εκεί που επί χρόνια προσέφερες άοκνα και σε χαμηλούς τόνους τις υπηρεσίες σου. Εκεί που δούλεψες αγόγγυστα και συνέδραμες τα μέγιστα στο να γίνει το Βενιζέλειο «νοσοκομείο του λαού».

Να αγαπηθείς από τον κόσμο που ήξερε ότι εκεί ήταν και είναι άνθρωποι-επιστήμονες που τον νοιαζόντουσαν. Ένας από αυτούς τους γερούς στυλοβάτες ήσουν, Γιώργο Καραντινέ! Παρών, όπως κι όταν σε χρειάστηκε η πόλη!

Συζητήσαμε πολλά και διάφορα- ορισμένα δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν χωρίς την «άδειά σου»- αλλά η κουβέντα κατέληγε πάντα στο Βενιζέλειο.

Εκεί, στο νοσοκομείο, ήταν ο νους σου, στα χειρουργικά τραπέζια που έπρεπε να ανοίξουν, την πρόταση που είχες καταθέσει- δεν πρόλαβες, Γιώργο, να μάθεις τα νέα, αλλά εγκρίθηκε το σχέδιό σου!

Χαμογελάς, ε; Παρ’ όλα αυτά κανένας μας δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της απώλειάς σου. Πολύ περισσότερο οι δικοί σου. Κι ας έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ ότι «δεν είναι τίποτα να πεθάνεις. Είναι τρομακτικό να μη ζεις»- ήξερες εσύ γιατρέ να ζεις, αλλά κι εγώ «θα ‘θελα να ‘ξερα ποιος μας κάνει αυτό το κακόγουστο αστείο»!