Κατεβαίνει κι ο Δομάζος με το Κύπελο Ελλάδος! Ένα από τα τραγουδάκια των παιδικών μας χρόνων, είχε και τον παραπάνω στίχο. Στα δικά μας μάτια, εκείνα τα σκληρά χρόνια της αλάνας και των ματωμένων γονάτων, ο Μίμης Δομάζος, στη δύση της καριέρας του πια, ήταν ο απόλυτος μύθος.

Η Ελλάδα έμπαινε στην ΕΟΚ, το ΠΑΣΟΚ ήταν στα πρόθυρα της εξουσίας και «το 10 το καλό» των ελληνικών γηπέδων, είχε κρεμάσει μόλις τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.

Ήταν το 1980 όταν ο Μίμης Δομάζος έβαζε τέρμα σε μια λαμπρή καριέρα από τα 21 χρόνια, της οποίας τα 20 τα πέρασε με το τριφύλλι στο στήθος.

Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν ο Δομάζος γεννήθηκε το 1942 στην πιο «πράσινη» γειτονιά της Αθήνας, τους Αμπελοκήπους, και παιδάκι βολόδερνε νυχθημερόν, στις παράγκες της οδού Τσόχα, στο πλευρό της θρυλικής έδρας του τριφυλλιού, της «Λεωφόρου Αλεξάνδρας» και μετέπειτα γήπεδο «Απόστολος Νικολαΐδης»;

Στον Αμύντα Αμπελοκήπων έκανε το αγροτικό του και σε ηλικία 17 ετών το 1959, πήρε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, για μια πορτοκαλάδα! Και κάπως έτσι ξεκίνησε να γράφει ιστορία εμπνέοντας τους στιχουργούς της πιο κοντινής στο σήμερα εποχής.

«Τις πιο ωραίες Κυριακές με λεμονάδες σπιτικές τις είχαμε δροσίσει, με το Δομάζο αρχηγό και το Σιδέρη κυνηγό, γιατί ήσουν Ένωση κι εγώ με χωρισμό σ΄ είχα φοβίσει»! Ήταν ακριβώς η εποχή για την οποία η Λίνα Νικολακοπούλου σχεδόν 3 δεκαετίες αργότερα είχε γράψει: «Τα πιο ωραία λαϊκά σε σπίτια με μωσαϊκά τα είχαμε χορέψει»!

Στην εποχή που οι φίλαθλοι των γηπέδων κάθονταν στα τσιμέντα, και όχι στα πλαστικά καρεκλάκια, και στα αστικά σπίτια κυριαρχούσε το μωσαϊκό, ο Δομάζος μεγαλουργούσε στο χορτάρι και έδινε μοναδικές παραστάσεις. Στην καλύτερή του περίοδο είχε προπονητή τον μεγάλο Φέρεντς Πούσκας που υπήρξε παίκτης της Ρεάλ και έφερε το προσωνύμιο «ο καλπάζων συνταγματάρχης».

Κι όμως ο Δομάζος έμεινε στην ιστορία ως «στρατηγός»! Μικρός το δέμας, βιρτουόζος της μπάλας, ο αρχηγός που θα ήθελαν όλοι και ο αντίπαλος που κανείς δεν ευχόταν να έχει. Σταρ μιας εποχής που δεν υπάρχει πια, μέσα και έξω από τα γήπεδα.

Την πρωτομαγιά 1967, ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας με τη σταρ του τραγουδιού Βίκυ Μοσχολιού, πρωταγωνιστώντας στο κοσμικό γεγονός της χρονιάς.

Ο κόσμος έκλεισε τους δρόμους από το Σύνταγμα έως τη Μητρόπολη Αθηνών, τη νύφη την έβαλαν στην εκκλησία παλαιστές, πάνω στον πανζουρλισμό έχασε τη βέρα της και στο τέλος το ζευγάρι πλήρωσε 15.000 μεταλλικές δραχμές για τις ζημιές, που είχαν προκληθεί πάνω στο συνωστισμό και τις εκδηλώσεις λατρείας!

Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε συνολικά σε 502 αγώνες πρωταθλήματος, επίδοση που τον κατατάσσει πρώτο σε συμμετοχές στην ιστορία των «πρασίνων».

Συνολικά έχει καταγράψει 536 συμμετοχές στο πρωτάθλημα (με Παναθηναϊκό και ΑΕΚ) και βρίσκεται στην πρώτη θέση όλων των εποχών σε παρουσίες. Και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 45 χρόνια, παραμένει στην κορυφή του σχετικού πίνακα. Με τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ κατέκτησε συνολικά 14 τίτλους.

Ένα από τα καλύτερα γκολ που έχουν μπει ποτέ στη μεγάλη κατηγορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ήταν το ανάποδο ψαλίδι του Δομάζου στην έδρα του «αιώνιου», το «Γεώργιος Καραϊσκάκης», τον Μάρτιο του 1974.

Ο Ολυμπιακός προηγείτο με 1-0 και ο Δομάζος ύστερα από εκτέλεση πλάγιου άουτ, υποδέχεται τη μπάλα στη μεγάλη περιοχή του Ολυμπιακού και με ανάποδο ψαλίδι καρφώνει τον Λευτέρη Πουπάκη στο «Γ» της εστίας του, ισοφαρίζοντας με μπάζερ μπίτερ τους Πειραιώτες!

Ο Μίμης Δομάζος κηδεύεται σήμερα στα 83 του χρόνια από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Τα όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί για την απώλειά του αντικατοπτρίζουν το μέγεθος και τα κατορθώματά του. Ξεφεύγουν από τον άνθρωπο, τον ποδοσφαιριστή και τον σταρ.

Αντίστοιχες εκδηλώσεις σε απώλειες, έχουμε δει στον Παπανδρέου της πολιτικής, στον Καζαντζίδη του τραγουδιού, στη Βουγιουκλάκη της υποκριτικής, στην Μελίνα του πολιτισμού και άλλους μεγάλους που πέρασαν στο πάνθεον της ιστορίας, σημαδεύοντας μια εποχή.

Μια εποχή ρετρό και σαφώς πιο αγνή, που τα μεσημέρια της Κυριακής, αμέσως μετά το φαγητό, κολλούσαμε το αυτί μας στο τρανζίστορ για να πάρουμε τη… δόση μας. «Το ποδόσφαιρο ήταν το όπιο του λαού» – έτσι δεν λένε;