Και τι δεν θα ‘δινε η κυβέρνηση να δραπετεύσει από τη ζοφερή πραγματικότητα; Το τρένο της μεγάλης φυγής μοιάζει ιδανικό. Και στον ρόλο του Γιον Βόιτ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης!

Δύο χρόνια παίζει καθυστερήσεις. Μα όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι, η απόδραση είναι μονόδρομος. Οι εκλογές δεν θα σε σώνουν πάντα. Κάποτε το: ψηφοδέλτια σταύρωνα κι όλη νύκτα μπάζωνα, δεν θα είναι εξίσου αποτελεσματικό και ηδονιστικό. Το τρενάκι του τρόμου, έρχεται και πέφτει καταπάνω σου….

Τα τρένα δεν κρύβουν μόνο ρομαντικές ιστορίες και μεγάλες συγκινήσεις στις αποβάθρες.

Ο Σταθμός του Μονάχου, που τον ξέχασες άχου μαύρη μοίρα του μάνα κακομοίρα του, φαντάζει με παιδική χαρά. Το κάθε άνθρωπος και γλώσσα, ποιόνε ξέρω ποιος με ξέρει αφιλόξενα τα μέρη, παγωμένες οι καρδιές, είναι κανονικότητα, μπροστά στο χάος και το έρεβος της μεγάλης κοιλάδας.

 Πατέρα έχω στο γιαπί και αδερφό στα τρένα, το τι περνά ο άνθρωπος μου το ’πανε και μένα.

Το να τρενάρεις τη διαλεύκανση μιας τραγωδίας με μηχανοδηγό κάποιους πρόθυμους και φιλόδοξους δικαστικούς λειτουργούς, δεν είναι η ενδεδειγμένη λύση για παραμονή στην εξουσία.

Ούτε και μπορείς να προτρέπεις, όποιον διαφωνεί με τις σαθρές πρακτικές σου και τις επικίνδυνες πολιτικές σου, να κατέβει από το τρένο.

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μαύρη κωμωδία του 1987, ούτε και κανείς μπορεί να νομιμοποιήσει την προτροπή: Πέτα τη μαμά από το τρένο!

Γιατί τα τρένα που ’φύγαν, αγάπες της πήραν… Και μακάρι να είχε εισακουστεί η σπαρακτική κραυγή μέσα από τα σωθικά του Μητροπάνου: Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο!

Η ζωή είναι ωραία. Φτάνει να τη ζήσεις και να της δώσεις το χρόνο που χρειάζεται για ν’ ανθίσει. Ένας χαμένος έρωτας, δεν σταματά μια ζωή. Όσο και αν το παλιό ρολόι του μικρού σταθμού στάθηκε στην ώρα του αποχωρισμού. Στον επόμενο σταθμό ένας άλλος έρωτας είναι πιθανόν να σε περιμένει.

Φτάνει να είσαι εκεί. Να σου δώσουν το δικαίωμα να είσαι, χωρίς κανένας διορισμένος, από πολιτικό γραφείο σταθμάρχης, να μπορεί να σου το αφαιρέσει.

Οι κυβερνήσεις αρέσκονται να… πηγαίνουν τρένο, αλλά δεν μπορεί τα δικά τους μιζαρισμένα τσαφ-τσουφ να εκτροχιάζουν αθώες ψυχές που δεν γνώριζαν τίποτα για τον φόνο… Ψυχές που μπήκαν στο τρένο με μια και μοναδική υποχρέωση: πάρε με τηλέφωνο όταν φτάσεις.

Ψυχές που δεν βγήκαν ποτέ σε τερματικό σταθμό. Που δεν πρόλαβαν να δουν όλο το έργο…

«Ανάσκελα πεσμένος στις σιδηροτροχιές και το φεγγάρι από πάνω μου αναμμένο, νύχτα, χειμώνας, άπνοια, πένθιμες μουσικές, κι εγώ κουφάρι ζωντανό να περιμένω» έγραφαν προφητικά το 1984, ο Πανούσης με τις Μουσικές Ταξιαρχίες.

Τώρα μια κοινωνία αγωνίζεται για να φτάσουν στον σταθμό οι συρμοί της αλήθειας και να μάθει τι κρύβεται στο 13ο βαγόνι.

Η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη και μακάρι ν’ αποφευχθεί η επανάληψη μιας καταστροφικής πυρόσφαιρας. Δεν μπορώ να φανταστώ τον κόσμο να φεύγει τρέχοντας από τις πλατείες αναζητώντας οξυγόνο και το τρένο πια να χάνεται σαν το φως μιας ημέρας.

Αλλά η συλλογική μνήμη δεν πρόκειται να χαθεί. Και όσο υπάρχουν ερωτήματα, όπως: τι έγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε τα άλλα τρένα να περνούν, κάποιοι θα ψάχνουν Τρύπες να κρυφτούν.