Και εκεί που κάποτε σύχναζαν πανκ, τώρα τρώνε pancakes, τρομάρα τους !
Παρασκευή, Σάββατο και μισή Κυριακή… Δυόμιση μέρες την εβδομάδα για να δουλέψουν μπαρ, ταβερνεία και λοιπά νυκτερινά καταστήματα και 2,5 μέρες ή καλύτερα νύκτες για να βγει και να διασκεδάσει ο κόσμος.
Από τη μια γίναμε Ευρώπη και από την άλλη παγιώνεται μια κατάσταση συρρικνωμένης διασκέδασης, που -η αλήθεια είναι- και στα μέρη μας ξεκίνησε προ κρίσης σαν ένας προπομπός αυτών που ακολούθησαν.
Η γενιά που έβγαινε κάθε βράδυ, 7 ημέρες την εβδομάδα και 30 ημέρες τον μήνα, καβατζάρισε τα 50. Από τη γενιά εκείνη ούτε δύο δεν κάνουν πια το νυκτερινό δρομολόγιο γυρνώντας σαν τα φρικιά από μπαρ σε μπαρ του Ηρακλείου. Και το πρόβλημα δεν είναι βιολογικό.
Και το πνεύμα είναι πρόθυμο και η σάρκα δεν είναι ασθενής. Ούτε φταίνε αυτοί που μεγαλώνουν, ούτε η ζωή είναι μικρή. Τα φράγκα δεν βγαίνουν για να βγουν και αυτοί, μα και τα στέκια της νύκτας δεν είναι όπως παλιά. Τα μπαρ με το ημίφως με τα 5 κορίτσια μέσα από τη μπάρα και άλλα δέκα απ’ έξω δεν υπάρχουν πια.
Πάνε χρόνια που ένας κακοξυρισμένος φίλος με τέτοιο μαγαζί μού έλεγε με παράπονο: Τα λεφτά στέρεψαν, ο κόσμος δεν καψουρεύεται και τα μπαράκια του είδους σφάλιξαν. Και μετά… άνοιξαν τα καφενεία, όχι τα παραδοσιακά που πέρασαν και αυτά την κρίση τους, μα τα καφενεία με μία ή το πολύ δύο γυναίκες κάπου ανάμεσα στα πρώτα και τα δεύτερα –ήντα πίσω από το τεζιάκι, να προσφέρουν υποσχέσεις με… dakor, κακοψημένες πανσέτες αγοράς δύο ευρώ και ρακή λίγων βαθμών.
Παρακμή ξεπαρακμή, έχουν και αυτά την πελατεία τους και όσο να πεις προσφέρουν ένα έργο. Δεν είναι η αγορά, δεν είναι η εκκλησία του δήμου, αλλά έχουν θαμώνες και προσφέρουν ψευδαισθήσεις. Τα είδαμε και τα περιωπής εξάλλου τι πρόσφεραν….
Μα και τα καθώς πρέπει μπαράκια, αυτά που κάποτε λέγαμε ορθάδικα και έμπαινες μέσα με face control, λιγόστεψαν και τα περισσότερα έκλεισαν ελλείψει πελατείας. Μια πελατεία που αποτραβήχτηκε και έδωσε τη θέση της σε μια νεότερη που δεν την έβρισκε με αυτή τη διασκέδαση και ήθελε κάτι άλλο να ξεκολλήσει από τους υπολογιστές και τα laptop ή έστω να μπορεί να πηγαίνει εκεί με τα smartphones, να βγάζει selfies, να κάνει like και να ποστάρει στον τοίχο της και στον τοίχο σου.
Και κάπως έτσι βγήκαν τα μεζεδοπωλεία με τα trendy αγοράκια και τα υπερώριμα κοριτσάκια με τα σορτσάκια και τα δωδεκάποντα. Η διασκέδαση του… βρεφοκομείου πήγε σε μια νέα γενιά από καφετέριες, με πανομοιότυπους θαμώνες, κοπιαρισμένα πρόσωπα και δυσδιάκριτες από τα τατουάζ φιγούρες.
Και μετά η ίδια γένια αλλά και οι γονείς της ανακάλυψαν το brunch και παίρνουμε οικογενειακώς πρωινά μέχρι το μεσημέρι σε πεζόδρομους και αυλές της πόλης. Και όπως αναρωτιέται με αυτοσαρκασμό μια φίλη μου, «τι είμαστε εμείς, τριτοδεύτεροι»;
Και εκεί που κάποτε σύχναζαν πανκ τώρα τρώνε pancakes, τρομάρα τους! Και μέσα σ’ όλα πλάκωσαν και τα νεορακάδικα που προσελκύουν και πολλούς νεόπτωχους, ένεκα του ότι με δύο καραφάκια και 8 ευρώ γίνεσαι κουρούμπελο και εναλλακτικός και πολεμάς και τις πολυεθνικές του ουίσκι.
Γι’ αυτό, ρε Γιωργάκη, πιάσε μου ακόμα ένα… ιρλανδικού πνεύματος και άμα θέλω ρακή θα πάω στο καφενείο του χωριού, για να μη σου πω απευθείας στο καζάνι τώρα που είναι Νοέμβρης!