Αυτή τη φορά η διαδρομή θα γινόταν από την ανάποδη. Όχι Κρούστας- Πρίνα, αλλά Πρίνα- Κρούστας. Ούτως ή άλλως το ζητούμενο δεν αλλάζει και είναι το απείρου κάλους δάσος, που χωρίζει τους δυο οικισμούς του Μεραμπέλλου. Εκείνα τα 10 χιλιόμετρα, που τα διασχίζεις νομίζοντας ότι είσαι στην πάνω Ελλάδα, όπου τα δάση είναι μια συνθήκη πιο συχνή.
Και αν σύμφωνα με τον Καβάφη, δεν έχει σημασία ο προορισμός μα το ταξίδι, δεν ξέρω πόσο ποιητική είναι η διαδρομή, για να φτάσεις στις παρυφές του δάσους μέσω του ΒΟΑΚ…
Ένας ΒΟΑΚ που μπαίνει ξανά στη ζωή μας ως εργοτάξιο. Και αυτή τη φορά δεν είναι φάρσα, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Τώρα πια τα δυο συμβασιοποιημένα τμήματα: Χερσόνησος- Νεάπολη και Νεάπολη- Άγιος Νικόλαος δουλεύονται σε μεγάλο εύρος.
Πέρα από το διπλό τούνελ Σεληνάρι- Τάρμαρος, που προχωρά απρόσκοπτα, το έργο εξελίσσεται σε πολλά μέτωπα. Βαριά μηχανήματα σκαρφαλωμένα σε βράχους, εκτεταμένοι εκβραχισμοί, φορτηγά, νταμάρια, σκόνη, αλλοδαποί εργάτες και κορίνες, πολλές κορίνες στο δρόμο ή κολονάκια κατά τη νέα ονομασίας τους, συνθέτουν το τοπίο.
Το ταξίδι γίνεται πια κουραστικό. Πολλαπλασιάζονται τα χιλιόμετρα που οδηγείς στην τσίτα, μην πέσεις πάνω στις κορίνες και περάσεις στο άλλο ρεύμα, εξίσου στενό και άβολο με το δικό σου. Αλλά το παίρνεις απόφαση: σύγχρονο ΒΟΑΚ χωρίς ταλαιπωρία, δεν θα δεις…
Οπότε, κάνεις το σταυρό σου μέχρι να φτάσεις στον Άγιο Νικόλαο.
Ο καιρός είναι μουντός, η λίμνη και η θάλασσα εντός πόλεως όχι και τόσο θελκτικές. Ο κρυμμένος στα σύννεφα ήλιος δεν τις κάνει πιο λαμπερές και τα περισσότερα μαγαζιά έχουν κλείσει.
Κάποια έχουν αρχίσει κιόλας τις ανακαινίσεις και τα μπάζα είναι εμφανή. Μέχρι και ο «Migomis» στην κατηφοριά απέναντι από το Ειρηνοδικείο κάνει μερεμέτια και αλλάζει διάκοσμο. Σάββατο μεσημέρι, λίγος κόσμος στα cafe, ντόπιοι κατά βάση, με τα σκυλιά τους για παρέα.
Τα κατηφορικά πλακόστρωτα μοιάζουν έρημα και η πολύβουη κωμόπολη σαν να έχει πέσει σε αγρανάπαυση, περιμένοντας την άνοιξη και τους πρώτους τουρίστες. Τα εμβληματικά «Αστέρια» εκεί στη γέφυρα της λίμνης, άντρο των καμακιών των ’80s, κάτι λίγοι συγγενείς πίνουν τον καφέ τους και ξετυλίγουν μέσα από τα πανωφόρια τους, ιστορίες του πάντα ένδοξου παρελθόντος..
Αυτή την εποχή ο Άγιος δεν είναι για παραπάνω και το Αμμούδι δεν προσφέρεται για βουτιές, αγνάντι σε πλαζ, βράχια και τσιμεντένιες εξέδρες.
Η ενδοχώρα μας καλεί. Προσεγγίσαμε την Πρίνα μέσω Καλού Χωριού, αφού ο σύγχρονος δρόμος μας έβγαλε μέχρι το Ίστρο. Από το Καλό Χωριό και πάνω καταλαβαίνεις ότι είσαι στις παρυφές του δάσους. Το βλέπεις, το μυρίζεις και σε καλεί σαγηνευτικά με τα λυγερόκορμα πεύκα, που σου γνέφουν από μακριά.
Σαστίζεις, ωστόσο, με την καρποφορία που έχουν κάποια ελαιόδεντρα. Φορτωμένα τόσο, που τα κλαριά τους γέρνουν σα να θέλουν να φτάσουν στο έδαφος. Οι στροφές γίνονται όλο και περισσότερες, όλο και δυσκολότερες. Η Πρίνα φάνηκε κιόλας. Κάπου οι ελιές χάνονται και η οθόνη γεμίζει πεύκα. Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος περνάει μέσα από το πυκνό δάσος.
Κάποια εμπόδια με πέτρες και κλαράκια, είναι από τη δυνατή βροχή της προηγούμενης. «Κατέβασε πράγμα ο καιρός», σκέφτηκα… Ο δρόμος στενεύει επικίνδυνα καθώς έχουμε εισέλθει στη στενωπό των δύο χιλιομέτρων. Πατάω λίγο γκάζι για να φύγω από τη δύσκολο τμήμα, αλλά ένα μικρό κενό από τα πεύκα, ξεδιπλώνει διάπλατα μπροστά μου τη θάλασσα. Φαίνεται πιάτο, από το Βούλισμα και όλος ο κόλπος του Μεραμπέλλου.
Λαμπυρίζει κιόλας, ο ήλιος έχει βγει για τα καλά, τόσο που σταματώ για να απαλλαγώ από το μπουφάν μου. Ο Κρούστας αρχίζει να φαίνεται, ανοίγω το παράθυρο, μυρίζω και ακούω τα πουλιά. Οι ελιές ξαναμπαίνουν στο κάδρο, μικρές και φυτεμένες σε πετρώδη εδάφη μέχρι τη άκρη του χωριού.
Στην πρώτη ταβέρνα ένας πελάτης, η τρίτη κλειστή. Ο μάστορας μάλλον πήγε για ελιές. Στο κέντρο του χωριού η ταβέρνα είναι ανοικτή και περιμένει την πελατεία της. Σε λίγη ώρα θα έχει γεμίσει από επισκέπτες. Οι ντόπιοι είναι κατά βάση, γριές που έχουν χάσει τους συζύγους τους. Τα μαύρα τσεμπέρια κυριαρχούν, στα στενά πλακόστρωτα κάνουν παρέα και λένε ιστορίες, καθαρίζοντας καρύδια και αμύγδαλα στον ήλιο.
Μα που είναι το Κατερίνι να μου πει μια ιστορία από τα νιάτα της, τότε που έκανε κομπόδεμα, προσφέροντας γαμοπίλαφο στους τουρίστες;
Αχ να την! Κερνάω πορτοκαλάδα και ξεκινάει εκείνες τις παλιές και λατρεμένες ιστορίες, που σου ανοίγουν την όρεξη. Ευτυχώς η ταβέρνα είναι μια δρασκελιά!