Άκου, πατέρα: απογευματινό θρίλερ δεν είχα ξαναδεί και ούτε φανταζόμουν ποτέ ότι εσύ θα πρωταγωνιστούσες με τη σιωπή σου κι εγώ θα ήμουν ο αποσβολωμένος θεατής. Πατέρα, δεν είναι αυτά έργα, αλλιώς τα είχαμε συμφωνήσει: να έχεις μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Είναι τώρα στερνό αντίο αυτό, μέσα σε σφραγισμένο διπλό σάκο και φέρετρο επενδυμένο με απόκοσμο χρυσαφί υλικό, σαν τσαλακέ διαστημική κάψουλα; Δεν το λες high tech κηδεία, αλλά ταφή με διαδικασίες fast track, κατά τη γλώσσα των τεχνοκρατών. Ναι, ξέρω δεν είχες σχέση με αυτούς. Ας όψεται η ρημάδα η Covid, που ευθύνεται, αν και ήσουν εμβολιασμένος δις, για το φευγιό σου, όπως γράφει του θανάτου το πιστοποιητικό σου.
Πατέρα, προσκομίζοντας την ταυτότητά σου για την έκδοσή του, θυμήθηκα ότι έγραφε επάγγελμα ΜΗΧΑΝΟΔΗΓΟΣ. Ναι, είχες και αυτό το δίπλωμα, όπως και πολλά ακόμα στη ζωή σου, την οποία πήρες στα χέρια από τα 13 στη φάμπρικα, τον αλευρόμυλο, το λιοτρίβι που διηύθυνες, το πρατήριο καυσίμων που έφτιαξες και τους τσιμεντόστυλους που κατασκεύαζες. Έπιαναν τα χέρια σου κι έκοβε το μυαλό σου.
Θυμάσαι, πατέρα, εκεί στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, που με άφηνες στο πόδι σου στο μαγαζί για να «τρέχεις» το ελαιουργείο και τις λίγες ώρες που διάβαζα έβαζες πάνω στην καρέκλα μπροστά στην τζαμαρία την επιγραφή «Ευρίσκομαι εις εργοστάσιον»;
Τώρα πού βρίσκεσαι πατέρα; Πότε θα ξαναβρεθούμε να πούμε όσα δεν προλάβαμε; Σίγουρα δεν σου τα είχα πει όλα, φαντάζομαι ούτε κι εσύ. Μπορεί από τις 7 του Μάρτη που έπεσες να ήμασταν ώρες μαζί κυρίως στο νοσοκομείο, αλλά και στο σπίτι αργότερα, αλλά κάποια λόγια μείνανε ανείπωτα. Και ξέρεις, πατέρα, γιατί τα δάκρυά μου είναι ορμητικά; Επειδή τις τελευταίες πέντε ημέρες τις πέρασες μόνος σε μια απρόσωπη και ψυχρή covid κλινική, που βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο.
Αυτό θα μας στοιχειώνει, που στην τελευταία μάχη ήσουν μόνος, καθώς ο δικός μας αγώνας δινόταν αλλού. Αυτή η σύγχρονη χολέρα μάς στέρησε τα τελευταία χάδια και λόγια. Και δεν εννοώ ότι θα λέγαμε για την αγάπη που έτρεφε ο ένας για τον άλλο, μα κάποια πράγματα πιο βαθιά που σημάδεψαν τις ζωές μας. Μυστικά, διαπιστώσεις, ιστορίες, συναισθήματα, φοβίες και ενδοιασμούς, που συνήθως οι άνθρωποι αποφεύγουν να λένε.
Εγώ θα ήθελα να σε «πείραζα» παραπάνω κι εσύ να μου έκανες περισσότερα χωρατά σαπ’ όσα μου αφιέρωνες. Ξέρω ότι ήσουν ένας σοβαρός άνθρωπος, αλλά αυτό δεν σε εμπόδιζε να είσαι παράλληλα και χωρατατζής, κυρίως με τους άλλους παρά με την οικογένειά σου. Και είχες βρει την τέλεια ισορροπία. Σαν να επιζητούσες το αμφίδρομο πείραγμα, εκεί ανάμεσα στις αντλίες και τα ρεζερβουάρ των οχημάτων, αλλά και αργότερα εντός του μαγαζιού, απόμαχος της μάνικας πια.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πέρα από τους σαρκασμούς σου, πολλές φορές με πείραζες με τον δικό σου τρόπο. Θυμάμαι ως τώρα τότε που με αποκάλεσες «έναν έξυπνο βλαξ», μεταφράζοντας την επιμέλειά μου στα μαθήματα και την ικανότητά μου στον λόγο σε αντιδιαστολή με την αδεξιότητά μου στην χειρωνακτική εργασία.
Θυμάμαι ακόμα στον τρύγο, που μου έδινες να φοράω γάντια και γινόμουν ο περίγελος αδερφών και ξαδέλφων. Κι εσύ πίσω μου τούς έλεγες αυστηρά ότι ήμουν γραμματιζούμενος και δεν έπρεπε να με κοροϊδεύουν…
Θυμάμαι επίσης κάθε φορά που με έβλεπες να φοράω ένα καινούριο ρούχο ή παπούτσι, να μου λες με ύφος περισπούδαστο ότι «η μόδα ξεκίνησε από το Παρίσι για να γελοιοποιήσει την ανθρωπότητα»! Έλα, παραδέξου το, μου έκανες καζούρα με το βαμβάκι και όταν εγώ έστριβα το κεφάλι, το μειλίχιο χαμόγελό σου κατέκλυζε τον χώρο.
Όμως εγώ, πατέρα, για να μη σε φέρω σε δύσκολη θέση, δεν θα σου θυμίσω που έκλαιγες σαν τον Πέτρο, όταν έφυγα φαντάρος – μια εικόνα που με ακολουθεί ακόμα. Φαντάζομαι, πατέρα, ότι κι ο Δημήτρης κι ο Γιώργης δεν πρόλαβαν να σου πουν όσα ήθελαν. Σίγουρα η μαμά θα σου τα είχε πει όλα στα 55 χρόνια κοινού και ανέφελου βίου.
Τώρα όμως την αφήνεις χωρίς τη συντροφιά σου και ουδόλως θα χαρεί το καινούριο στρώμα που πήραμε για σένα, προκειμένου να βοηθηθείς μετά την ορθοπεδική επέμβαση. Κι επίσης τώρα, ποιος θα συμβουλεύει τον Γιώργη στο μαγαζί και ποιος θα επιστρατεύει τον Δημήτρη για τις μετακινήσεις του; Και κάτι ακόμα, πατέρα: την πιο όμορφη γωνιά του μαγαζιού, όλα τα απογεύματα του χρόνου θα μπορεί να τη γεμίζει μόνη της η μάνα μας;
Όσο για μένα, πατέρα, μου είχες υποσχεθεί βόλτα στη Σύμη μετά το Πάσχα και κέρασμα στην ταβέρνα, μες στο πράσινο και τα τρεχούμενα νερά. Μα πάντα θα θυμάμαι εκείνες τις βόλτες από τις οποίες κάθε φορά επέστρεφα άλλος τόσος από τη χαρά μου, που συνόδευα τους γονείς μου, οι οποίοι μου προσέφεραν τις καλύτερες Κυριακές, ταξιδεύοντας στον χρόνο και στην κρητική φύση.
Τελικά ούτε και τώρα σου είπα όσα ήθελα. Κατάφερα να φλυαρήσω και στο ξόδι σου!
Γι’ αυτό φρόντισε να με συνετίσεις όταν ανταμώσουμε πια, καλέ μου πατέρα.