Ο θαμώνας πάει στο cafe ή το μπαρ με στυλ “και εγώ σε ζητώ, σαν πρωινό τσιγάρο”, ο σερβιτόρος λέει “μέσα απαγορεύεται” και ο πελάτης πάει… πάσο.
Στην προηγούμενη απόπειρα διακοπής τού καπνίσματος στους δημόσιους χώρους, πριν περίπου δέκα χρόνια, υπουργός Υγείας ήταν η Ξενογιαννακοπούλου, που ουδεμία σχέση είχε με την εμβληματική γυναίκα στο πακέτο του Sante!
Τότε ήμουν στο στρατόπεδο των θεριακλήδων και θυμάμαι ώς τώρα τη δεύτερη βραδιά τής… καπναπαγόρευσης σε μπαρ της πόλης χωρίς τασάκια και τους πελάτες να μπαινοβγαίνουν δέσμιοι της εξάρτησής τους. Μια μέσα – μία έξω, να χάνεις τον ρυθμό, τον ειρμό και την παράλληλη απόλαυση τσιγάρου, ποτού και μουσικής.
Ώσπου ένας… επαναστάτης θαμώνας βγήκε έξω από το μαγαζί, στο ένα χέρι το τσιγάρο, στο άλλο χέρι το μπεγλέρι και με ύφος “ήρθαν οι μάγκες από τον τεκέ, για να φουμάρουν ναργιλέ” απευθύνθηκε στους αρειμανίως καπνίζοντες: «Ελάτε μέσα, μωρέ! Μια Μαριλίζα θα μας εξευρωπαΐσει και θα μας εκτοπίσει από τα μαγαζιά μας;».
Η συνέχεια είναι γνωστή, όχι εκείνης της νύκτας, αλλά των επόμενων μηνών: “Πάρ’ τα, Λίζα, και κάν’ τα κορνίζα και βάλ’ τα στην πρίζα, να κάνεις σουξέ”… Το μέτρο ατόνησε, οι έλεγχοι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να συνεχιστούν, αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν δουλεύουν τη νύκτα, και το τσιγάρο επανήλθε κανονικά και με τον νόμο, καθώς του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει.
Και στα επόμενα χρόνια στρίβαμε τσιγάρα, σαν καραβιού φουγάρα, για να φτάσουμε στο σήμερα. Εγώ το έχω κόψει και αναπληρωτής υπουργός Υγείας είναι ο Παύλος ο Πολάκης, πράγμα που σημαίνει ότι σε αυτή τη ζωή όλα μπορούν να συμβούν… Καπναπαγόρευση νούμερο 2.
Εγώ προφανώς και δεν έγινα γενίτσαρος και ο αναπληρωτής υπουργός, ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την εφαρμογή του μέτρου, κάνει μαγκιές και κουτσαβακισμούς και το μόνο που του λείπει από τα δάκτυλα είναι το… σέρτικο. Όχι όμως και το κανονικό.
Ο υπουργός, που αν ακούσει “στο άδειο μου πακέτο απόψε μπήκες”, δεν παίζει να μην αρχίσει τις στροφές στην πίστα, όπως τις προάλλες, που πήγε στου Κραουνάκη και δεν είχε κανένα πρόβλημα να τσαλακωθεί και να δώσει μια εικόνα “τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια”.
Ψυχούλα ο Παύλος, ένας από εμάς. Και ας τον λοιδορούν και ας τον χλευάζουν και ας τον επιπλήττουν οι ξενέρωτοι, οι ανέραστοι και οι άκαπνοι Ευρωπαίοι. Γατάκια, όλοι σας και μόνος του, ο Παυλής σάς έχει…
Εκείνοι που δεν έχουν… κέφια είναι οι ιδιόκτητες μπαρ, cafe, καφενείων, ταβερνείων και κέντρων διασκέδασης, εφόσον δεν διαθέτουν υπαίθριο χώρο, που τον χειμώνα, όσο να πεις, δεν προσφέρεται πάντα. Ο θαμώνας πάει στο cafe ή το μπαρ με στυλ “και εγώ σε ζητώ, σαν πρωινό τσιγάρο”, ο σερβιτόρος λέει “μέσα απαγορεύεται” και ο πελάτης πάει… πάσο. Κοινώς δεν πίνει, στρίβει και γίνεται… καπνός!
Υπάρχουν μαγαζιά, που λες και έπεσε βόμβα! Ξαφνικά άδειασαν. Μπαίνεις μέσα και βλέπεις τον μπάρμαν τον αχρείο, τη σερβιτόρα με τα χέρια στη λεπτή της μέση και δύο θαμώνες όλους και όλους στο μπαρ, που το πάθος τους για αλκοόλ είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά!
Κάπως έτσι φαντάζουν τα άκαπνα μαγαζιά: “Τσιγάρο ατέλειωτο, βαρύ, η μοναξιά μου”. Και ο θαμώνας στο μπαρ κάθεται και ταξιδεύει αλλού… Δεν ακούει τη μουσική και στο μυαλό του έρχονται διάφορα: Να ’χαμε τώρα δυο τσιγάρα και δύο για μετά, τόσο καπνό που πίνω μέσα μου, άμα τον είχα ταξιδέψει, θα είχα γυρίσει όλη τη γη από τη νύκτα ώς την αυγή… Αλλά έτσι η βραδιά ούτε και η απογευματινή δεν βγαίνουν.
Όλο ούζο – ούζο – ούζο, το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα τσιγαράκι που το ρέχτηκα. Καπνιστές και ιδιόκτητες περιμένουν ξανά να ατονήσει το μέτρο, για να πάρουν τη δική τους ρεβάνς και ν’ αναφωνήσουν: Του καπνού δακτυλιδάκια ήταν η αγάπη σου! Αλλά και οι μη καπνίζοντες έχουν τα δικαιώματά τους και κάθε λόγο να προσδοκούν ότι αυτό το τσιγάρο που καίει είναι το τελευταίο!