«Μέση ωριαία ταχύτητα 48 χιλιόμετρα την ώρα». Αυτό έγραψε o υπολογιστής ταξιδίου, μετά την ολοκλήρωση μιας σύντομης εξόρμησης στην ανατολική Κρήτη. Για την ταχύτητα και τη διάρκεια του ταξιδιού (σχεδόν δύο ώρες για 80 χιλιόμετρα απόσταση) φρόντισαν οι υποδομές μας και ο … Δεκαπενταύγουστος.
Παρά το ότι το αυτοκίνητο κινούνταν με οριακά χαμηλές ταχύτητες, δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να ισχυριστώ πως αισθανόμουν ασφαλής. Ανασφάλεια, φόβος και ανησυχία ήταν τα συναισθήματα που με διακατείχαν στη δίωρη διάρκεια της σύντομης απόδρασης. Αφού επέστρεψα πίσω, έκανα έναν σύντομο απολογισμό, σκεπτόμενος τους δεκάδες επιχειρηματίες που συνάντησα να παραπονιούνται για την κακή ποιότητα του φετινού τουρισμού, για το «κάζο» της σεζόν, αλλά και για το ότι είναι αμφίβολο αν θα βγάλουν το χειμώνα.
Γυρίζοντας το χρόνο, λοιπόν, έφερα τον εαυτό μου στη θέση ενός τουρίστα. Ο οποίος, ας πούμε, ξεκινά από Ηράκλειο. Διανύει 80 χιλιόμετρα για να φθάσει ως την Πλάκα. Κι εκεί πληρώνει 8 ευρώ το καραβάκι, 8 ευρώ είσοδο για Σπιναλόγκα και όσο πληρώσει στο καφέ, αν δεν έχει προνοήσει να αγοράσει από απέναντι νερό για τη θερμοπληξία κάτω από τον καυτό ήλιο.
Αν αποφασίσει να φάει, θα πρέπει να πληρώσει 9-10 ευρώ για μια σαλάτα και από 18-20 ευρώ για ένα … ριζότο. Η επίσκεψη για ένα άτομο μπορεί συνολικά να ξεπεράσει τα 50 ευρώ, για ένα αξιοθέατο το οποίο αντικειμενικά δεν βρίσκεται στα πρώτα μνημεία ενδιαφέροντος σε σχέση με άλλα στην Κρήτη. Κι όλα αυτά, με δεδομένο πως θα σταθμεύσει στα χωράφια, θα μπερδευτεί πιθανότατα με τις πινακίδες της επιστροφής και θα «κολλήσει» σε έργα, κίνηση και παρακάμψεις. Άλλη περιγραφή μπορεί να μην χρειάζεται.
Η Κρήτη «βουλιάζει» από τουρίστες κακής ποιότητας διεκδικώντας περισσότερα χρήματα για να προσφέρει υποδομές δεκαετίας ’80 και υπηρεσίες δεκαετίας ’60. Μήπως να κάνουμε μια ενδοσκόπηση πριν τις όποιες διεκδικήσεις;