Παιδί έπαψες να είσαι
προ πολλού και ο τίτλος
του νεαρού άνδρα
δεν συνάδει με τους γκρίζους κροτάφους σου

Η εβδομάδα μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς ανέκαθεν μου προκαλούσε περίεργα συναισθήματα. Από παιδάκι ακόμα ερχόταν κάποια «πρέπει» ικανά να μου χαλάσουν την ατμόσφαιρα των σχολικών διακοπών. Δεν ήμουν κανένας «φύτουλας» ούτε και «σπασικλάκι», το αντίθετο θα έλεγα, μα κάποια αόρατη δύναμη σαν να μου επέβαλε ψυχαναγκαστικά να κάνω επαναλήψεις στα μαθήματά μου.  Δεν στερήθηκα παιχνίδια και χαρές, αλλά οι επαναλήψεις… επαναλήψεις. Το …κουσούρι με συνόδευε και σε όλες τις τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Στην ενηλικίωση τα «πρέπει» του μεσοδιαστήματος των δύο μεγάλων γιορτών ήταν και πάλι εκεί. Κατά τη στρατιωτική μου θητεία έπρεπε να πάρω άδεια. Στα πρώτα χρόνια της δουλειάς έπρεπε να βγάλω τα ρεπό- των άλλων και τα δικά μου. Σαν αμετανόητος του κλάμπινγκ μέχρι τουλάχιστον τα 40 έπρεπε να γυρίσω όλα τα μπαρ της πόλης (εκείνες τις ημέρες είχαν τον καλύτερο κόσμο από κάθε άλλη εβδομάδα του χρόνου). Όταν φόρεσα βέρα έπρεπε να κάνω ρεβεγιόν σε κάποιο συγγενικό μου σπίτι. Και πάει λέγοντας… Λεπτομέρειες θα μου πείτε, μα κάποια «πρέπει»… στοιχειώνουν ακόμα τη ζωή μας και δεν αναφέρομαι στα προηγούμενα.

Από τα 40 και μετά τα πράγματα αλλάζουν. Παιδί έπαψες να είσαι προ πολλού και ο τίτλος του νεαρού άνδρα δεν συνάδει με τους γκρίζους κροτάφους σου. Ωραία τα περί γοητείας και τύπου αλλά εκείνος ο αγέρωχος νεαρός σ’ έχει εγκαταλείψει και αν είσαι σούπερ τυχερός μπορεί να σου επανεμφανιστεί ως …μπόμπιρας.

Μετά τα δεύτερα “άντα” λοιπόν αρχίζουν τα «πρέπει» του απολογισμού για το έτος που φεύγει και του σχεδιασμού για το έτος που έρχεται. Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα! Ποιος αντέχει το 50- 50 για να κάνει τον ακριβοδίκαιο απολογισμό χωρίς να «κλέψει» και να κοροϊδέψει (τον εαυτό του); Πόσοι μπορούν να κάνουν βουτιά στον ρεαλισμό για να φτιάξουν έναν σχεδιασμό υλοποιήσιμο, αλλά και με στόχους τέτοιους η επίτευξη των οποίων θα μας κάνει καλύτερους ανθρώπους ή, για να είμαστε ακόμα πιο κυνικοί, στις μέρες μας να επιβιώσουμε αξιοπρεπώς; Δύσκολα πράγματα στα φορτωμένα -με πολλά- κεφάλια μας.

Παρόλα αυτά και επειδή με το νου μου πάω ταξίδια, γυρνώ με νοσταλγία στα μικράτα μου και κάθομαι στο τζάκι τις γιαγιάς Ελένης, που πάντα θαύμαζα για τη λαϊκή της σοφία. Αισθάνομαι τη φωτιά, μυρίζω τις πορτοκαλόφλουδες που είχε κρεμάσει στα πλαϊνά της εστίας και κλαίνε τα μάτια μου από τους καπνούς που «έπνιγαν» τα κρεμασμένα λουκάνικα της δεύτερης παρτίδας. Ας όψονται οι κυπαρισσόφουντες και οι φασκομηλιές, που είναι τα «πρέπει» για το τέλειο κάπνισμα του απόλυτου μεζέ των ημερών. Και ας τα αγνοούν προκλητικά οι σύγχρονοι. Χρόνια πολλά και… όπως πρέπει!