Κι έρχονταν οι κυρίες από τα γύρω χωριά πάνω στα γαϊδουράκια, για να κάνουν μπρόβα στα ρούχα τους

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες οι περισσότεροι Έλληνες επιστρέφουν στις ρίζες τους, τα χωριά τους που για μήνες πέφτουν στη μοναξιά μιας χειμερίας νάρκης.
Κάτι η κρίση και οι αφραγκίες, κάτι τα γλέντια και οι εκδηλώσεις που γίνονται το καλοκαίρι και στα πιο μικροσκοπικά μετόχια, κάτι η νοσταλγία και οι λιγοστοί συγγενείς που έχουν απομείνει, η επιστροφή πολλές φορές φαντάζει αναπόφευκτη, ακόμα κι αν δεν είναι η πιο επιθυμητή διέξοδος για διακοπές.

– Πάλι στο χωριό; θα πούνε οι μικρότεροι;

– Δόξα τω Θεώ που το ‘χουμε κι αυτό, άλλοι ξεροψήνονται στο διαμέρισμα χωρίς ερ κοντίσιον κι εσείς κάνετε ορέξεις, θα πούνε οι μεγαλύτεροι, και το αυτοκίνητο αγκομαχώντας από το φόρτωμα, σαν τα παλιά καλά γαϊδούρια -έχουν εξαφανιστεί από τα χωριά- θα φτάσει στον προορισμό του.

Άλλα χωριά –κυρίως όσα βρίσκονται πιο κοντά σε τουριστικές περιοχές- έχουν καταφέρει να κρατήσουν μερικούς νέους και να έχουν μια σχετική ζωή.

Στα περισσότερα χωριά όμως στην ενδοχώρα καθημερινά οι κάτοικοι λιγοστεύουν, ενώ για μικρά παιδιά ούτε λόγος. Όμως δεν ήταν έτσι πάντοτε.

Το χωριό της μητέρας μου, όπου περνούσα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων, ελέω τρύγου, λέγεται Δαμάνια. Είναι ένας τόπος που ανάστησαν με τη σκληρή τους δουλειά πρόσφυγες που ήρθαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών από την Καισάρεια και τη Σελεύκεια.

Με τα χρόνια οι πρόσφυγες όχι μόνο ενσωματώθηκαν, αλλά έκαναν τα Δαμάνια το κεφαλοχώρι ολόκληρης της περιοχής. Δεκάδες τα παιδιά από όλη τη γύρω περιοχή έρχονταν στο Δημοτικό Δαμανίων, για να μάθουν τα πρώτα γράμματα. Ακόμα και σήμερα, αν επισκεφτείς το χωριό, το παλιό σχολείο είναι σαν ζωγραφιά παλιού αναγνωστικού. Ανοίγω μια παρένθεση για να πω ότι το σχολείο βρίσκεται στο έλεος του χρόνου ενώ θα μπορούσε ο Δήμος να το αξιοποιήσει ως κέντρο που θα συγκέντρωνε την ιστορία των προσφύγων όλης της περιοχής.

Πριν λίγες μέρες μια συζήτηση με τη μητέρα μου έγινε η αιτία για τούτες εδώ τις λέξεις.

Οι περιγραφές της άκρως γλαφυρές για τους δασκάλους που φιλοξενούσαν οι χωριανοί, για τον αστυνομικό σταθμό, για τις δύο μοδίστρες του χωριού.

Κι υστερα κύλησε ο καιρός κι ιστορία, η λαίλαπα της αστυφιλίας άλλαξε πολλά στο πέρασμά της, όχι ότι κι πολιτεία έκανε κάτι για να κρατήσει τους ανθρώπους στα χωριά τους. Γιατί τα όμορφα χωριά “όμορφα μαράθηκαν”…