Δικηγόροι (αρκετοί διορισμένοι ελέω οικονομικής κρίσης) δίνουν τη δική τους «μάχη»

Δευτέρα πρωί και στην αίθουσα της πρώην τουριστικής αστυνομίας, όπου συνεδριάζει το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης γίνεται το αδιαχώρητο.
Στο πινάκιο, ένα κατεβατό υποθέσεων: ναρκωτικά, ναρκωτικά, κλοπές, ναρκωτικά, κλοπές…Κόσμος πάει και έρχεται, γονείς, συγγενείς, μάρτυρες, δικηγόροι, αστυνομικοί…Η ατμόσφαιρα είναι αποπνιχτική.
Εδώ που τα λέμε και η αίθουσα δεν είναι η πιο κατάλληλη, αλλά ένεκα ανάγκης…

Κάποιοι ήδη έχουν πάρει θέση στο εδώλιο, πίσω οι συγγενείς τους αγωνιούν και κάποιοι άλλοι περιμένουν αγχωμένοι τη δική τους σειρά: θα κάνουν ταμείο ή θα πάνε στον κουβά; Υπάρχουν και οι «ψημένοι» που έχουν κάνει το εδώλιο …στασίδι.

Δικηγόροι (αρκετοί διορισμένοι ελέω οικονομικής κρίσης) δίνουν τη δική τους «μάχη». Συνάδελφοι τους παρακολουθούν την ακροαματική διαδικασία μέχρι να φθάσει η δική τους υπόθεση και «σφυγμομετρούν» τις διαθέσεις της έδρας. Μάρτυς μου ο Θεός ουκ ολίγες φορές τους έχω «πιάσει» να σφίγγουν τα χείλη και να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους «ωχ» και «αμάν» στην έκδοση μιας απόφασης που θεωρούν βαριά.

Μία γυναίκα, θύμα ληστείας (της άρπαξαν την τσάντα), περιγράφει στο δικαστήριο ότι επί έξι μήνες πήγαινε στον ψυχολόγο για να μπορέσει να ξεπεράσει το σοκ από την τραυματική εμπειρία που έζησε. Όπως έδειχνε, δεν είμαι σίγουρη, αν ακόμα τα έχει καταφέρει.
Η επόμενη υπόθεση αφορά σε διακίνηση ναρκωτικών. Στο εδώλιο κάθονται τρεις πιτσιρικάδες.

Αδέλφια. Βλέπω μία γυναίκα πίσω στο ακροατήριο. Έχει σηκωθεί όρθια για να ακούει καλύτερα και τα μάτια της είναι γεμάτα θλίψη. Δεν χρειάζεται να είσαι μάντης για να καταλάβεις ότι είναι η μάνα τους. Τρεις γιοί και οι τρεις στη φυλακή.

Αστυνομικοί στο περιθώριο ακούν την αγόρευση του συνηγόρου και μειδιούν. «Κάθε λίγο και λιγάκι μας απασχολούν» σχολιάζουν χαμηλόφωνα. Ρεπορτάζ δεν έκανα… Είναι ανησυχητική η ανοσία. Όχι μόνο η δημοσιογραφική αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Τέτοια θέματα δεν «πουλάνε» βλέπετε. Είναι πλέον ρουτίνα!

Σαν τη βαρετή και μίζερη καθημερινότητά μας, για την οποία ο διπλανός μας δεν δίνει δυάρα.