Και μέσα στην κάψα του Ιούνη βλέπω τη μία να βγάζει από τη φιρμάτη τσάντα της το φιρμάτο νερό και να ψεκάζει με αέρινες κινήσεις το πρόσωπο της: φσου, φσου!

Τις προάλλες βρέθηκα έξω από κατάστημα γνωστής αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Περίμενα τη φίλη μου να κάνει τα ψώνια της όσο εγώ έκανα κάποια τηλέφωνα για τη δουλειά. Μετάνιωσα που δεν την ακολούθησα, γιατί έξω ο κόσμος καιγόταν.

Αφόρητη ζέστη. Θα έμπαινα αλλά η ουρά όσων περίμεναν, ελέω κοροναϊού,  ήταν αποτρεπτική. «Καλλιά το λιοπύρι» σκέφτηκα. Και αφού δεν είχα τι άλλο να κάνω άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο που περίμενε. Κάποιοι φορούσαν ήδη μάσκες και γάντια… «Μαρτύριο» σκέφτηκα.

Δύο-τρεις αρνήθηκαν να πάρουν τα γάντια που τους πρόσφερε προαιρετικά ο σεκιουριτάς. «Δεν θέλω γάντια εγώ. Εγώ είμαι νοσοκόμα. Ξέρω από αυτά»  είπε ορθά-κοφτά μια κυρία και μπήκε μέσα με ύφος «γατάκιααα». Λες και την είχε ρωτήσει ο τρελαμένος από το νοτιά υπάλληλος της εταιρείας φύλαξης.

Ο επόμενος αρνήθηκε τα γάντια γιατί «ξέρει ότι όλα είναι σκευωρίες και συνωμοσίες». Λίγο πιο πίσω, δύο μεσήλικες κυρίες έχουν πιάσει ψιλή κουβέντα. Ντυμένες στην πένα. Με τα σέα και τα μέα τους. Επώνυμα ρούχα και αξεσουάρ, μέικ απ πασαρέλας και μαλλί μπετόβεργα.

Ούτε ο τρελό-νοτιάς μπορούσε να το κουνήσει από την πολλή λακ. Θα μου πείτε κομματάκι πασέ αφού το επιμελώς ατημέλητο λουκ είναι “must” το καλοκαίρι αλλά περί ορέξεως… Μιλούσαν μεγαλόφωνα για τις διακοπές που δεν θα πάνε φέτος στο εξωτερικό λόγω της πανδημίας.

Και μέσα στην κάψα του Ιούνη βλέπω τη μία να βγάζει από τη φιρμάτη τσάντα της το φιρμάτο νερό και να ψεκάζει με αέρινες κινήσεις το πρόσωπο της: φσου φσου! «Δεν ήταν νερό, ήταν βελούδο» σκέφτηκα.

Όσο οι δύο κυρίες αποχαιρετούν μεγαλοφώνως τις διακοπές στο εξωτερικό, το μάτι μου πέφτει σε μια γιαγιούλα, λεπτή σαν κλαράκι, η οποία με  μεγάλη δυσκολία στέκεται τελευταία στην ουρά. Θα πιάνει  τους 80 Μάηδες. «Καθίστε»  της λέει ευγενικά ο σεκιούριτι, ο οποίος της δίνει μια καρέκλα.

Σχεδόν ένα δεκάλεπτο αργότερα ο σεκιούριτι κάνει νεύμα να περάσει ο επόμενος. Φυσιογνωμικά έτυχε να τον γνωρίζω. Παιδί της νύχτας. Χρόνια πορτιέρης σε μπαρ.  «Να μπει η γιαγιά στη θέση μου» είπε στον σεκιουριτά. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.

Η κυρία με το «φσου-φσου» ταράχτηκε τα μάλα. Τόσο πολύ που της ξέφυγε η “κατίνα” από μέσα της και στραπατσάρισε για λίγο την στημένη εικόνα της. «Να πας τότε πίσω στο τέλος αφού θέλεις να παραχωρήσεις τη θέση σου» απαίτησε με  τσιριχτή φωνή και κακό ύφος.  «Μην αγχώνεστε» αποκρίθηκε το παιδί της νύχτας, έτοιμο να κατευθυνθεί στο τέλος της ουράς.

Όμως ο σεκιουριτάς έδωσε προτεραιότητα και στη γιαγιά και στον πορτιέρη. Τους πέρασε και τους δύο μαζί. Το άγριο κοίταγμά του στην κυρία με το… βελούδο δεν ήταν εσκεμμένο. Ήταν που τον είχε ζαλίσει ο τρελο-νοτιάς. Έπιασε όμως τόπο διότι ήταν… βελούδο για όλους τους υπόλοιπους.