Συναγωνιζόμουν την τρίποδη τη γάτα και τον ερωτίλο σύντροφο της, τον όρτσα τον Ανέστη.

Δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια σε τούτο τον τόπο και μου …αποκαλύφθηκε εν μέσω πανδημίας και καραντίνας. Δικό μου το λάθος. Με παρηγορεί που δεν είναι ανεπανόρθωτο. Παγιδεύτηκα στο τρυπάκι της καθημερινότητας και εκπαιδεύτηκα να κοιτώ ευθεία και κάποιες φορές με το βλέμμα κάτω. Κλεφτές ματιές στον ουρανό λες και θα με επιπλήξουν για το στιγμιαίο “φεύγα” του μυαλού.

Στην αρχή της καραντίνας νόμιζα ότι είχα  εγκλωβιστεί στην σχισμή του χρόνου, σε μία «νεκρή ζώνη» ας το πούμε, ούτε πίσω, ούτε μπρος. Στασιμότητα. Μετά τη φρίκη των πρώτων ημερών συνειδητοποίησα, όπως οι περισσότεροι φαντάζομαι, ότι θα πρέπει να διαχειριστώ τον άπλετο χρόνο μου κάπως εκτονωτικά διαφορετικά θα έριχνα κουτουλιές στον τοίχο. Για πρώτη φορά έπιασα πλάστη στα χέρια μου και άνοιξα φύλλο.

Πίσω από τις επευφημίες των δικών μου ανθρώπων διέκρινα κατά βάθος μία διστακτικότητα λες και πίστευαν ότι κάποια άλλη είχε μπει μέσα μου.

Επί μία εβδομάδα άνοιγα κάθε βράδυ φύλλο και δοκίμαζα συνταγές. Μου φάνηκε ενδιαφέρουσα διαδικασία, διασκεδαστική αλλά εξαιρετικά παχυντική. Στο τέλος πέταξα τον πλάστη και ξόρκισα αυτή την …άλλη που σας έλεγα νωρίτερα.

Τις ημέρες που ακολούθησαν άρχισα να βγαίνω όλο και πιο πολύ στον υποτυπώδη κήπο μου. Μάζευα ήλιο και βιταμίνη D. Συναγωνιζόμουν την τρίποδη τη γάτα και τον ερωτίλο σύντροφο της, τον όρτσα τον Ανέστη.

Για πρώτη φορά παρατήρησα, η ανεκδιήγητη, την πανέμορφη τριανταφυλλιά. Αγνοούσα την ύπαρξη της την οποία οφείλει αποκλειστικά στο Θεούλη και στο νεράκι της βροχής. Στον κορμό της μικρής ροδιάς μέτρησα επτά πασχαλίτσες να ερωτοτροπούν… Εδέησα να στερεώσω τα κλωνάρια της λεβάντας που τα τσάκισε ο τρελό-νοτιάς την προηγούμενη και θυμήθηκα πόσο υπέροχο είναι το άρωμα των λεμονανθών.

Δειλά-δειλά καθιέρωσα τους περιπάτους στους αγρούς και στα ρυάκια. Να κοιτώ στον ουρανό χωρίς τύψεις, να ατενίζω τον ορίζοντα. Να παρατηρώ τη φύση, να με συνεπαίρνει ο ήχος των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, το βουητό των ζουζουνιών…  Θαύμασα και πάλι τον Πλάστη και αναφώνησα πολλές φορές  «μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου…».

Και αφού ξανασυστήθηκα με τη φύση και θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, τότε που τα γδαρμένα γόνατα και οι ματωμένοι αγκώνες ήταν δείγματα ζωής, άρχισα το σεργιάνι στα σοκάκια. Και δεν με πείραξε ούτε στο ελάχιστο το λοξοκοίταγμα των ντόπιων για την άγνωστη περιπατήτρια.

Αχ αυτό το αγιόκλημα με τη μυρωδιά του.  Παλιά αρχοντικά που πήραν ζωή από νέα χέρια και άλλα που ξεψύχησαν δεκαετίες πριν όμως ασκούν μία περίεργη γοητεία σε εκείνον που θα στρέψει για πρώτη φορά το βλέμμα  πάνω τους. Σαν να ακούω το βιολί του αείμνηστου Ηρακλή Σταυρουλάκη.

Βράδυ Μεγάλης Παρασκευής και στο φούρνο της Σεβαστής έχει μοσχοβολήσει ο τόπος από την πυρετώδη προετοιμασία για τα καλλιτσούνια. Στα σπιτάκια της μεσοχωριάς ακούν τη λειτουργία από τηλεοράσεως. Μυρίζει λιβάνι και μύρο.

Ο παπάς-Παύλος ψάλλει πίσω από τις κλειστές πόρτες του Αγίου Μηνά. Και αφού λείπουν οι άνθρωποι, τον σιγοντάρουν οι Άγιοι της γειτονιάς. Τους ακούω να ψάλλουν το «ω γλυκύ μου έαρ» και νιώθω αγαλλίαση. Η Αγία Μαρίνα, η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Παντελεήμονας, η Παναγία η Φανερωμένη, ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Άγιος Ιωάννης ο Ριγολόγος, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος, ο Άγιος Γεώργιος ο Μεθυστής, η Παναγία η Κερά Τζομπάναινα, ο Άγιος Αντώνιος και λίγο πιο πέρα ο Χριστός και ο Άγιο Νεκτάριος.