«Τα παραγγέλνεις όλα,  ξανά και ξανά!»

Πηγαίνοντας στην Κάσο είναι σαν να επισκέπτεσαι στο χωριό τη γιαγιά σου.

Νιώθεις αμέσως μια ζεστασιά να σε τυλίγει. Και την κουβαλάς μαζί σου ώς το τέλος του ταξιδιού. Χαμογελάς ασυναίσθητα όταν σκέφτεσαι αυτό το νησί με τις μπουκαμβίλιες, το εκτυφλωτικό λευκό στους τοίχους των σπιτιών, τα μπλε παράθυρα, τις φρεσκοβαμμένες βάρκες που αράζουν στο λιμανάκι, τους παππούδες που παίζουν τάβλι στο καφενείο.

Όπου κι αν βρίσκεσαι, ακούς τους Κασιώτες που βρέθηκαν μετανάστες στην Αυστραλία να μιλούν με την ξενική προφορά τους και να αγκαλιάζουν με φωνές και γέλια τους συγγενείς τους. Μοιάζει σαν να μην έφυγαν ποτέ από τον  τόπο τους.

Τα μεσημέρια και τα βράδια μαζεύονται όλοι μαζί στις ταβέρνες και αρχίζουν τα ούζα και τις παραγγελίες.

Από τα φαγητά της κασιώτικης κουζίνας, δεν ξέρεις τι να πρωτοδοκιμάσεις. Γι’ αυτό τα παραγγέλνεις όλα, ξανά και ξανά!

Χειροποίητα μακαρόνια με το τοπικό τυρί σιτάκα και τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι από πάνω-ποτέ δεν θα ξεχάσω τη γεύση τους.

Μινιατούρες ντολμαδάκια-τα πιο νόστιμα που μπορείς να φανταστείς,-κολοχτύπες με λαδολέμονο, πείνες, μένουλες, ένα παστό ψάρι που μοιάζει με σαρδέλα, άγριο ροίκιο της θάλασσας κάτι σαν ραδίκι που γίνεται σαλάτα. Παγωμένη ρακί, εννοείται, για το τέλος και μυρωδιές απο την κουζίνα που σε λίγο σε κάνουν πάλι να πεινάς…

Επειδή, ναι, υπάρχει ο κίνδυνος να περάσεις όλες τις διακοπές σου γύρω απο ένα τραπέζι, καλό είναι να προλάβεις να πας με το καραβάκι που κάνει αυτή τη διαδρομή, στην παραλία Αρμάθια με τα τροπικά νερά της.

Η… Καραϊβική της Κάσου βρίσκεται σε απόσταση λίγων λεπτών από το νησί και η Κάσος απέχει λίγες ώρες από την Κρήτη.

Είναι ένας μικρός παράδεισος και αν δεν τα καταφέρουμε φέτος, θα είναι εκεί και θα μας  περιμένει.