Σήμερα όλοι μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι.  Γιατί όχι άλλωστε; Εκείνος ο μικρούλης που ούρλιαζε και «χαλούσε» την ησυχία μιας ολόκληρης κοινωνίας δεν ενοχλεί πια.

Είναι διασωληνωμένος σε ένα κρεβάτι δίνοντας την μεγαλύτερη μάχη της σύντομης, της εξαιρετικά σύντομης ζωής του.

Και μείναμε όλοι άφωνοι όταν ακούσαμε την είδηση, ότι η μητέρα και ο πατριός κακοποιούσαν βάναυσα το άτυχο παιδί μέχρι να φθάσουμε στην μέρα που το παιδί κατέληξε στην Εντατική.

Αλλά την είδηση την ακούσαμε, την είδαμε, την διαβάσαμε. Εκεί που ως κοινωνία είχαμε- και έχουμε πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις- επιλεκτική ακοή ήταν στο πριν, το διάστημα που συντελούνταν το διαρκές έγκλημα.

Είμαστε εμείς οι ίδιοι που σταθήκαμε δίπλα στο ασθενοφόρο και στην αιμόφυρτη γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής βίας και ζωηρά ζωηρά αναφωνούσαμε «τους είχα ακούσει εγώ».

Είμαστε εμείς οι ίδιοι που καταγγείλαμε το παιδί του 3ου γιατί πήρε πτυχίο κι έκανε πάρτι, είμαστε εμείς που φωνάξαμε με μεγάλη ευκολία την αστυνομία για τα καφάσια που έβαζε ο γείτονας στο δρόμο για να του κρατούν το πάρκινγκ, είμαστε εμείς που φέραμε νύχτα δύο περιπολικά έξω από το σπίτι μας ουρλιάζοντας γιατί η αποπάνω πετούσε νερά. Τέλος είμαστε εκείνοι που όποτε ξυπνήσουμε στραβά ή κάτι «μας στραβώσει» παίρνουμε τηλέφωνο και καλούμε τις αρχές για βοήθεια.

Μόνο στην περίπτωση αυτήν, του άτυχου παιδιού και του κάθε ανθρώπου που η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, βουβαινόμαστε ως δια μαγείας!  Όταν πλέον το γεγονός ξεπερνά τα όρια «ένα σκαμπίλι, μια σφαλιάρα, ένα χτύπημα με ρόπαλο ή τηγάνι» τότε βγαίνουμε στο δρόμο σοκαρισμένοι. Γιατί πιο πριν ήταν οικογενειακό τους θέμα και εμείς είμαστε άνθρωποι με αγωγή και δεν ανακατευόμαστε στα οικογενειακά των άλλων.

Άραγε υπάρχει περίπτωση, έστω και μία στο εκατομμύριο το παιδί να μην φώναξε, να μην ούρλιαξε όσο υπέφερε. Και υπάρχει αλήθεια περίπτωση να μην ακούστηκε;

Αλλά κανείς δεν σήκωσε ένα τηλέφωνο.

Και πάμε στο επόμενο στάδιο. Αν κάποιος έπαιρνε τηλέφωνο τι θα συνέβαινε; Θεωρούμε σχεδόν σίγουρο ότι η Αστυνομία θα πήγαινε – σε όλα πάει- και θα ενημερωνόταν τουλάχιστον ένας Εισαγγελέας ανηλίκων, ίσως θα το έβλεπε ένας γιατρός θα βεβαίωνε την κακοποίηση και ίσως δε θα φθάναμε στη σημερινή μέρα.

Την εξέλιξη δεν μπορούμε να την γνωρίζουμε αλλά σίγουρα το παιδί αυτό θα είχε μια ευκαιρία. Την ευκαιρία να βγει το μαρτύριο έξω από τους τέσσερις τοίχους και κάποιος να απλώσει ένα χέρι βοήθειας.

Δυστυχώς ο μικρούλης – στην πολύ σύντομη ζωή του-έμαθε μόνο το κακό. Δεν είναι ένα ανέμελο παιδάκι, που γελάει, αγκαλιάζει, πέφτει στην παιδική χαρά και χτυπά τα γόνατά του.

Είναι ότι μπορούσαμε να του προσφέρουμε ως κοινωνία. Προφανώς και δεν «χρεωμένος» κανένας από μας να σώσει τον κόσμο αλλά ποια καρδιά δεν «ραγίζει» από το κλάμα ενός ανυπεράσπιστου παιδιού; Η ευαισθησία «a la carte», για παιδάκια, σκυλάκια, κοινωνικές δράσεις και ανήμπορους εξαντλείται καθώς φαίνεται όταν κάνουμε «φιλανθρωπίες» και ψωνίζουμε στα παζάρια.

Όμως αυτή η ευαισθησία, η οποία δεν είναι σε καμία των περιπτώσεων κατακριτέα, είναι εκείνη που αναπτύσσουμε με ούριους ανέμους. Η πραγματική εκείνη της ευθύνης που μας δίνει ανθρώπινη υπόσταση είναι αυτή που πάει «κόντρα στον άνεμο» και μας κάνει αδιάφορους στις κριτικές του τύπου είναι «οικογενειακή υπόθεση» και «τι να ψάχνεις τώρα».

Δε με πειράζει που κάποτε εξαναγκάστηκα να αλλάξω γειτονιά, πριν από πολλά χρόνια για ένα τέτοιο περιστατικό. Μακάρι να βρισκόταν και σήμερα κάποιος να είχε ενημερώσει τις Αρχές. Μπορεί ο μικρός να είχε σωθεί από τα χέρια τους.