Να δουν τι σόι πράμα είναι και αν είναι άντρας που τιμάει την γενιά του

Νέος αρραβωνιάρης σε ορεινό χωριό του Ηρακλείου. Το είχε φυσικά ακουστά αλλά το πόδι του εκεί δεν έτυχε να το πατήσει. Κατά βάθος μάλλον το απέφευγε. Ο έρωτας όμως τον έδεσε… χειροπόδαρα. Πήρε λουλούδια και γλυκά, πήρε και δακτυλίδι και ανηφόρισε μαζί με τους γονείς και τα αδέρφια του να ζητήσει το χέρι της κοπελιάς με κάθε επισημότητα. Και η υποδοχή ήταν θερμή!

Δεν έλειπε κανείς. Γέροντες και κοπέλια, απαρτία. Να σκανάρουν τον γαμπρό. Να δουν τι σόι πράμα είναι και αν είναι άντρας που τιμάει την γενιά του. Και αφού το τελετουργικό έγινε με κάθε επισημότητα, βρέθηκαν όλοι, οι πέντε  του γαμπρού και οι 105 της νύφης να τρώνε και να πίνουν σε μία αυλή- αλάνα με τα αντικριστά παραταγμένα στην σειρά.

Ήταν η ώρα οι άνδρες της οικογένειας της νύφης (πατέρας, παππούδες, θείοι, ξαδέρφια, σύντεκνοι και συμπέθεροι) να …τεστάρουν το νέο τους γαμπρό. Εκεί ήταν και ο “παλιός” γαμπρός  (από χωριό της Πεδιάδας), ο οποίος δύο χρόνια πριν είχε περάσει την προβλεπόμενη… δοκιμασία.

Κρυφογελούσε ο άτιμος και τον σκουντούσε με βλέμμα δήθεν συμπονετικό. Και άρχισαν οι κούπες και ο δύσμοιρος ο «νέος» δυσκολευόταν να ακολουθήσει. Με το ζόρι έπινε στην καθημερινότητα του ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί που κάνει και καλό στην καρδιά. Και τώρα μπροστά στα γουρλωμένα μάτια δεκάδων ανδρών έπρεπε να καταπιεί μονομιάς δύο βαρέλια κρασί για να μην τον περάσουν «φλώρο» και «ανάξιο εραστή» για την κοπελιά τους.

Και σαν να μην έφθαναν οι κούπες, έπρεπε να «παίξει» κιόλας για το καλό. Στη ζωή του ένα νεροπίστολο είχε πιάσει όλο κι όλο ως παιδιά με το φίλο του τον Δημητράκη στη γειτονιά. «Καλό είναι να αποφεύγουμε τις μπαλοθιές…» αποπειράθηκε να ψελλίσει, μα την κατάπιε την κουβέντα σαν μία μαρτυρική κούπα κρασί.

Σαν από μηχανής Θεός ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος που  κινητοποίησε με μιας  τους άνδρες της παρέας. Δύο οδηγοί με τα 4χ4 παρίσταναν τους τράγους και ο ένας έπεφτε με δύναμη πάνω στο αυτοκίνητο του άλλου! Ο δρόμος ήταν στενός και κανείς δεν έκανε όπισθεν για να περάσει ο άλλος.

Συγχωριανοί και οι δύο. Ο πατέρας της νύφης τους τράβηξε στο τραπέζι να πιουν μία κούπα για τις χαρές των παιδιών του. «Και πού είχαμε μείνει;» γύρισε και ρώτησε τον νέο του γαμπρό με βλέμμα … αν δεν αρχίσεις να μπαλοτοκοπάς δε τηνε παίρνεις!