Εκεί λοιπόν στον νότο, σχεδόν στο πουθενά, ορδές λουόμενων είχαν κατακλύσει κάθε σπιθαμή της παραλίας ΜΟΥ.

Τρεις ώρες δρόμος: 2 ώρες άσφαλτος, μισή ώρα κακοτράχαλος χωματόδρομος και μισή ώρα πεζοπορία μέσα στο φαράγγι υπό συνθήκες κουφόβρασης, για να βγω στην πολυπόθητη «παρθένα» παραλία, όπως μου την είχαν περιγράψει. Την τέλεια, ήσυχη παραλία με τα γαλαζοπράσινα νερά.

Το πρόσωπό μου έχει «ανάψει», κόκκινο σαν παντζάρι. Φοβήθηκαν οι συνοδοιπόροι μου μην τα κλατάρω. Σχεδόν ασθμαίνοντας τους έγνεψα να προχωρήσουμε. Έψαχνα απελπισμένα με την άκρη του ματιού μου το τέλος  του φαραγγιού για να πάρω δύναμη.

Βήμα σταθερό μπροστά. «Λίγο ακόμα φθάνουμε, αξίζει τον κόπο» προσπαθούσα να εμψυχώσω τον άλλον μου εαυτό  που διαμαρτυρόταν και με έβριζε για την επιλογή μου. Δόκτωρ Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ.  Μία στροφή μετά άρχισε να ξεπροβάλλει μπροστά μου η γαλάζια φαντασίωση.

Τιρκουάζ νερά γνέφουν προκλητικά για βουτιές. Και ξαφνικά κοκκαλώνω. Αν ήμουν στη Σαχάρα, θα υποψιαζόμουν ότι είχα παραισθήσεις από την κάψα την καταραμένη. Δεν μπορεί όμως, 177 ναυτικά μίλια μας χωρίζουν από την Αφρική. Αν η γνωστή Ζαν ντ’ Αρκ άκουγε φωνές, εγώ η απλή θνητή γιατί άκουγα οχλοβοή;

Τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ. Υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ακούσω μόνο τον παφλασμό του κύματος και τον αντίλαλο της φωνής μου στους θεόρατους βράχους που αγκαλιάζουν τον μικρό παραδεισένιο κολπίσκο. Μου κάνετε πλάκα;

Εκεί λοιπόν στον νότο, σχεδόν στο πουθενά, ορδές λουόμενων  είχαν κατακλύσει κάθε σπιθαμή της παραλίας ΜΟΥ. Εκείνης που ονειρευόμουν να απολαύσω με ηρεμία. Πού πήγε ο παφλασμός του κύματος; Οέο;

Είχαν καταλάβει κάθε σκιερό μέρος, είχαν καταλάβει μέχρι και τους βράχους, τρυπώνοντας στις σπηλαιώσεις, είχαν καταλάβει και όλο το μήκος της παραλίας με ομπρέλες, αντίσκηνα, ροζ και λευκά φλαμίνγκο. Τουρίστες με νεογέννητα στην αγκαλιά, ζευγαράκια εναλλακτικά, δύο-τρεις βοσκοί με τα στιβάνια να παίρνουν μάτι, οικογένειες ντόπιων με πολλά κουτσούβελα να τρέχουν στην παραλία.

Με το ποδοβολητό τους σηκώνουν τόνους άμμου (νιώθω τα δόντια μου να τσαχαλίζουν) και «σκάνε» σαν μικρές βομβίδες στο νερό.

«Στελλάααααακι βγες έξω! Έλα να φας» ξελαρυγγιάστηκε η κυρία δίπλα μου αλλά το έρμο το Στελλάκι δεν έβγαινε και πήρε τη σκυτάλη ο μπαμπάς.

«Εδά θα σε καταστέσω, εδά θα δεις».

Ποτέ τον Αύγουστο, γ@μώ το φελέκι μου!