Οι πύρινες θερμοκρασίες αυτού του Ιούλη και η ειδησεογραφία που τον συνοδεύει μοιάζουν με πρόβες από το προσεχές μέλλον που δεν αφήνουν αμφιβολίες για το τι έρχεται.

Ούτε αφήνουν περιθώρια στην ευτέλεια αβασάνιστων δικαιολογιών. Και  δεν αναφέρομαι μόνο στα εγκαυματικά ύψη του υδράργυρου, που οι επιστήμονες έχουν ήδη προβλέψει ότι ήρθαν για να μείνουν τα επόμενα χρόνια, αλλά και στο απόστημα της παραβατικότητας που δε φεύγει ποτέ από το προσκήνιο της καθημερινότητάς μας, αφού βρίσκει τρόπο να ξετρυπά στις ζωές μας σε διαφορετικές εκδοχές.

Καπετανακίλια, τσαμπουκάδες, ξύλο, βία ασυγκράτητη και ανάμεσα σε μικρά παιδιά που δρασκελίζουν την προεφηβεία τους οδηγώντας αυτοκίνητα χωρίς δίπλωμα, φουμάροντας τον καπνό μιας τοξικής μαγκιάς που υποδουλώνει τη σκέψη και νεκρώνει την κρίση.

Πότε πήραμε τη ζωή μας λάθος και αλλάξαμε ζωή αναρωτιούνται οι παλιότεροι, που επιλέγουν να ανατρέχουν σε προηγούμενες εποχές και σε μνήμες βάλσαμο της σκέψης, τότε που η ζωή δεν ήταν τόσο περίπλοκη και ίσως και να έμοιαζε πιο αθώα.

Όμως αυτές οι πετριές του αναθέματος στους νέους, έχει όλη την ευτέλεια της ευκολίας ενός γρήγορου ξεκαθαρίσματος, για όσους δεν θέλουν να ρίξουν το βλέμμα τους στο σχιζοφρενικό παρόν που χτίσαμε στα παιδιά μας.

Γιατί είναι άλλο πράγμα να καταδικάζεις τις παραβατικές συμπεριφορές και άλλο πράγμα να βγάζεις σκάρτη μια νέα γενιά παιδιών που μεγαλώνει χωρίς όρια από μας, σε ένα σύστημα που γίνεται όλο και πιο ανθρωποφάγο.

Τσιμεντώσαμε τις αλάνες, γιγαντώσαμε τα κτήρια, αποκεφαλίσαμε το πράσινο… Τα παιδιά μας αντί να τρέχουν και να παίζουν στις γειτονιές με τους συμμαθητές τους, ροβολάνε στην αρένα του διαδικτύου που κανείς δεν ξέρει ποιον συναντούν, τι τους ψιθυρίζει στο αυτί, πού τα κατευθύνει, τι τους διδάσκει.

Κάθονται σιωπηλά μπροστά στις οθόνες που ρουφάνε αχόρταγα το χρόνο τους, την αθωότητα της ψυχής τους και αλυσοδένουν τη σκέψη τους στους σκοτεινούς διαδρόμους του διαδικτύου. Αλλά και όταν αποστρέφουν το βλέμμα τους από τις οθόνες, τι ακριβώς βλέπουν;

Αυτούς που ηγούνται του πολιτικού συστήματος και μας δείχνουν με το δάκτυλο λέγοντάς μας ότι «όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει»; Αυτούς που ξεστομίζουν ότι «δεν πεθαίνουν κιόλας οι ηλικιωμένοι» ή αυτούς που τολμούν να λένε ότι «υπάρχει η κατάντια των παιδιών που νομίζουν ότι η λύση της ζωής βρίσκεται μόνο μέσα από το Πανεπιστήμιο»;

Ποιο είναι το αξιακό σύστημα αυτού του τόπου όπου εκείνοι που γαζώνουν σφαίρες ιδιωτικές και δημόσιες περιουσίες γλεντοκοπούν με οφτά, ουίσκι και πούρα, αγκαλιά με τοπικούς παράγοντες εις υγεία των κορόιδων;

Η βία και η παραβατικότητα διδάσκονται ταχύρρυθμα και αυτό που τις καθιστά όλο και πιο εφιαλτικές δεν είναι μόνο η αγριότητά τους, αλλά η υποκρισία αυτών που την καταδικάζουν δημόσια και την υποθάλπουν υπόγεια.

Ο επίλογος σε όλο αυτό το χάος μπαίνει μέσα από ένα εκπληκτικό κείμενο του Μπέρτολντ Μπρέχτ σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη

-«Μα ξέρεις κάποιον που η βία του ΄χει φέρει τύχη;»

-«Και ποιος δεν ξέρει»

-«Τότε ποιος μπορεί σε ένα τέτοιο κόσμο να τσακίσει τον τύραννο»

-«Εσύ».