Ο άνθρωπος, όσο μικρότερος είναι, τόσο υψηλότερη σκιά θεωρεί πως έχει
Σε μια εποχή, όχι πολύ μακρινή από σήμερα, αλλά κάποιες δεκαετίες πίσω, οι φοιτητές ακόμα διάβαζαν κι ανέλυαν κλασική λογοτεχνία, αλλά και σύγχρονη. Ήταν τότε, που ως «μέλλον» αυτής της χώρας προσπαθούσαμε ενταγμένοι σε ένα πολιτικά αναπτυσσόμενο ακαδημαϊκό σύστημα, να γίνουμε χωρίς καν να το γνωρίζουμε, «χρήσιμοι». Παλιές καλές εποχές, που φέρνουν δάκρυα, δυστυχώς όχι χαράς.
Μέσα σ’ αυτή μας την προσπάθεια, η οποία συνδεόταν με την απαξίωση μιας παγκόσμιας τάσης για αποστροφή της συντήρησης, μάθαμε πως το 1984 δεν ήταν απλά μια ημερομηνία κοντά στην ημερομηνία γέννησης μας.
Ήταν ένα θαυμάσιο βιβλίο από τον Τζωρτζ Όργουελ, που μέσα σε μία εποχή χωρίς σχεδόν καθόλου διαδίκτυο, έδειχνε πως ο έλεγχος των πάντων θα έρθει είτε εκούσια, είτε ακούσια μέσω του «Μεγάλου Αδερφού».
Οι σκεπτικιστές προοδευτικοί τότε, έβλεπαν την αντιστοίχιση του μεγάλου αδερφού σε ένα ευρωπαϊκό συντηρητικό κατεστημένο, ενώ οι συντηρητικοί απέφευγαν εντέχνως να τοποθετηθούν.
Τότε ήταν ολοφάνερο πως ο «Μεγάλος Αδερφός» δεν μπορούσε να είναι τίποτα περισσότερο παρά πολιτικές. Σκληρές πολιτικές μάλιστα λιτότητας που θα επιβάλλονταν από τους ισχυρούς με σκοπό τον έλεγχο των πάντων και κυρίως των αδυνάτων.
Όχι πως αυτό δεν έγινε. Αλλά μέσα στο 2020 ο «Μεγάλος Αδερφός» απέκτησε άλλη υπόσταση. Κι απέδειξε πως ο άνθρωπος, όσο μικρότερος είναι, τόσο υψηλότερη σκιά θεωρεί πως έχει. Ο «Μεγάλος Αδερφός» λοιπόν δεν ήρθε ως πολιτική. Ήρθε σαν «Νέμεσις». Κι η πολιτική μοιάζει μικρή για να την αντιμετωπίσει.
Δεν μπορεί καν να δείξει τα δόντια της. Δεν μπορεί καν να επιβληθεί. Απλά ανακοινώνεται για να ακυρωθεί από μεγάλες μερίδες ανθρώπων και να προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που μια πανδημία μόνη της θα μπορούσε να φέρει.
Το τέλος – αν υπάρχει τέλος σε αυτή την ιστορία – παραμένει ακόμα άγνωστο. Όμως κάποιοι ίσως, εδώ και δεκαετίες ξέρουν. Γιατί πριν ακόμα το «μιλένιουμ», το «1984» διδάσκονταν παράλληλα με τον «Θαυμαστό νέο κόσμο» του Άλντους Χάξλεϊ.
Όπου οι κοινωνίες για να επιτύχουν την ευτυχία μετά από μια σειρά δεινών, είναι διατεθειμένες να θυσιάσουν τα πάντα και να αρνηθούν ακόμα και την ανθρώπινη φύση, την υπόσταση τους και τα συναισθήματα τους, με απώτερο σκοπό να μην διακινδυνεύσουν ξανά οποιαδήποτε μορφή δυστυχίας.
Έτσι, ο κόσμος γίνεται μεν «θαυμαστός» αλλά έχει απωλέσει κάθε κύτταρο ουσίας του για να αποκτήσει αυτή τη νέα μορφή «ευτυχίας», η οποία είναι πολύ πιθανό, ακόμα και να σκοτώσει, περισσότερα ενδεχομένως απ’ ό,τι ένας ιός.
Γι’ αυτό η ευχή, είναι το όποιο «τέλος» αυτού του τραγικού 2020 να μην φέρει έναν «θαυμαστό νέο κόσμο» όπως τον οραματίστηκε ο Χάξλεϊ κι η επόμενη ημέρα μετά τον κοροναϊό να απέχει πολύ από αυτά που εδώ και δεκαετίες η ίδια η κοινωνία είχε προβλέψει.