Η ανακοίνωση από την κυβέρνηση των μέτρων αναδιανομής ενός κλάσματος από το θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 ήρθαν σε ένα ενδιαφέρον χρονικό σημείο. Σημείο που προφανώς δεν προέκυψε συμπτωματικά, αλλά επελέγη ώστε με τακτικό τρόπο να μεγιστοποιηθεί η πολιτική επίδραση αυτού του «αντίδωρου».

Οι δημοσκοπήσεις ήδη το προηγούμενο δεκαπενθήμερο εμφανίζουν μια κοινωνική κόπωση για το ζήτημα των Τεμπών. Η ενημερωτική καταιγίδα και η σφοδρή αναταραχή που προηγήθηκε το περασμένο δίμηνο είχε ως αποτέλεσμα από ένα σημείο και μετά το θέμα να απονευρωθεί, κάτι στο οποίο συνέβαλε και η αποκάλυψη μιας σειράς από ανορθογραφίες περί τα πορίσματα των πραγματογνωμόνων.

Οι ίδιες δημοσκοπήσεις εμφάνισαν συγκράτηση και ελαφρά ανάσχεση των απωλειών της κυβερνητικής παράταξης, αλλά και παγίωση της εικόνας κατακερματισμού της αντιπολίτευσης. Ήρθε και το πασχαλινό κλίμα, με τις εξόδους και τα τραπέζια και το επικοινωνιακό momentum ήταν ιδανικό για τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ανακοινώσει το υπερπλεόνασμα και τη νέα σοδειά του «λεφτόδεντρου», που κατέκριναν παλιότερα τα στελέχη της ΝΔ.

Τι προσδοκά το Μέγαρο Μαξίμου από αυτά είναι προφανές, να εκμεταλλευτεί στον μέγιστο βαθμό τη συγκυρία και να αλλάξει το κλίμα, να αλλάξει το κλίμα ώστε να αρχίσει να «ρεφάρει» κάποιες από τις σημαντικές απώλειες του περασμένου έτους. Η απομάκρυνση -διά στόματος Μητσοτάκη- των εκλογών για το 2027 σε συνδυασμό με την δρομολόγηση μέσα στο τρέχον έτος μέτρων σχετικής ανακούφισης των μικρομεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων δημιουργεί ένα παράδοξο κράμα.

Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε σε μια φάση που η πολιτική τράπουλα φαίνεται να ξαναμοιράζεται, αλλά τα περισσότερα χαρτιά παραμένουν κλειστά ακόμα. Ο κύριος παράγοντας που θα κρίνει την πορεία από σήμερα ως το στήσιμο της εθνικής κάλπης είναι ο βαθμός ανάκαμψης της κυβερνώσας παράταξης, σε συνδυασμό με πιθανές κινήσεις συνεργασιών στο φαρδύ πεδίο της αντιπολίτευσης. Και όλο αυτό είναι ένα σκηνικό που λίγο-πολύ θα ξετυλιχθεί μέσα στο ερχόμενο εξάμηνο.

Είναι προφανές ότι στο διάστημα αυτό το πάνω χέρι θα το έχει όποιος έχει τη δυνατότητα να θέτει την ατζέντα. Το προηγούμενο τρίμηνο αυτή η μπάλα είχε βρεθεί στα πόδια δυνάμεων της αντιπολίτευσης, που είδαμε ως εκ τούτου να ενισχύονται σημαντικά κατά περίπτωση. Τώρα, η μπάλα πέρασε στην Κυβέρνηση, μέσα από τα «πακέτα» παροχών που ανακοινώθηκαν πριν και μετά το Πάσχα. Το κρίσιμο ζήτημα όμως είναι ποια είναι τα όρια αυτής της παροχολογίας και τι θα γίνει από τώρα μέχρι την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης που αναμένεται να ανοίξει ξανά το σακούλι.

Το Μαξίμου υπολογίζει ότι θα γεφυρώσει αυτή την περίοδο με νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα φέρουν στο προσκήνιο μεταρρυθμίσεις με θετικό πρόσημο για σημαντικό μέρος της κοινωνίας. Η αντιπολίτευση από την άλλη δεν μπορεί παρά να προσδοκά αφορμές για σκληρή κριτική. Αυτή η τακτική όμως μοιάζει να ακολουθεί τις εξελίξεις και να παραπέμπει στη λογική του «ώριμου φρούτου».

Αν οι δυνάμεις εξουσίας μέσα στο πλαίσιο της αντιπολίτευσης θέλουν να αφαιρέσουν από την Κυβέρνηση την πρωτοβουλία των κινήσεων, δεν μπορούν να αρκεστούν σε μια τέτοια διαχείριση. Χρειάζεται να βγουν μπροστά και να μιλήσουν ευθέως στην κοινωνία με λόγο πειστικό για το αύριο. Κοινώς χρειάζεται να παραγάγουν πολιτική ή να πείσουν τους πολίτες ότι το πράττουν και είναι σε θέση να κάνουν τα πράγματα καλύτερα, με τρόπο μετρήσιμο και συγκεκριμένο.

Δεν είναι πολλοί στην αντιπολίτευση που μπορούν να το πράξουν αυτό. Αυτοί που μπορούν όμως, μέχρι στιγμής δεν το πετυχαίνουν. Η περίοδος αυτή που ανοίγεται μέχρι την ΔΕΘ και τις επόμενες παροχές είναι ίσως και η τελευταία που θα μπορούσε να επιφέρει στο πολιτικό σκηνικό μια ανατροπή τέτοια που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές με άλλους συσχετισμούς ισχύος. Ιδού η Ρόδος…