Μικρή δεν ήθελα με τίποτα να πηγαίνω στο χωριό. Δε με σήκωνε το κλίμα κι ας χαιρόμουν όταν βλέπαμε τον παππού και τη γιαγιά που έκαναν τα πάντα για να μας περιποιηθούν και να μας ευχαριστήσουν.
Τις λίγες φορές που είχα μείνει ακόμη τις θυμάμαι..
Τη μια καιγόμουν στα ξύλα της παραστιάς που άναβε στο κουζινάκι η γιαγιά μου για να μας μαγειρέψει, την άλλη έπεφτα από τον γάιδαρο στον οποίο ανέβαινα με παρακάλια.
Τις νύχτες με βασάνιζαν τα κουνούπια και δεν άντεχα τη ζέστη. Έμενα ξάγρυπνη και όταν επιτέλους κατάφερνα να αποκοιμηθώ, πριν χαράξει μας ξυπνούσε ο πετεινός από το κοτέτσι. Ποιος να μου το έλεγε ότι θα ερχόταν ο καιρός που δεν θα ξεκολλούσα!
Ότι θα περίμενα πώς και πώς να έρθει το Σαββατοκύριακο, να μπω στο αυτοκίνητο και να πάω στο ρομαντικό Βορίτσι!
Στο χωριό το τελευταίο που μας νοιάζει είναι τι κάνουν ο Μητσοτάκης, ο Κασσελάκης, ο Πολάκης κι ο Ανδρουλάκης, δεν ασχολούμαστε με την επικαιρότητα, ξεχνάμε τις ειδήσεις.
Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να κάτσουμε στο όμορφο καφενείο μας στου «Μανόλη του Στρατή», που γεμίζει από τις χαρούμενες φωνές των φίλων και των συγχωριανών μας, να τα πούμε και να τα πιούμε, να ακούσουμε ωραία μουσική, να κουβεντιάσουμε τα νέα μας, να γελάσουμε.
Κι όταν μπαίνω στο σπίτι και κοιτάζω την ξεθωριασμένη φωτογραφία του παππού και της γιαγιάς στα νιάτα τους, σκέφτομαι τα χρόνια που έζησαν εκεί, τις δυσκολίες που πέρασαν και τη μεγάλη αγάπη τους. Έφυγαν από βαθιά γεράματα κι ήταν μαζί από παιδιά.
Οι γονείς του αντέδρασαν σ’ αυτό τον γάμο, η μάνα του ήθελε νύφη από άλλο χωριό κι εκείνος την έκλεψε. Μ’ άρεσε να ακούω την ιστορία τους: Μια παγωμένη νύχτα με φεγγάρι την ανέβασε με το μουλάρι στο βουνό και για να δοκιμάσει την αγάπη της, της είπε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να την σκοτώσει και να σκοτωθεί.
Η γιαγιά μου δέχτηκε. Ο παππούς μου πείστηκε. Από τότε, εβδομήντα χρόνια μετά, μέχρι να έρθει το τέλος, ξαπλωμένη στο κρεβάτι με ελάχιστη όραση, η γιαγιά μου η Άννα τον κοιτούσε στα μάτια και του έλεγε στίχους από τον Ερωτόκριτο και αμέτρητες μαντινάδες.
«Ρόδο μου μοσχομυριστό, πλατύ βασιλικέ μου, το άρωμά σας στείλτε του, το βράδυ απ’ το μπαξέ μου.
Τριαντάφυλλο ‘σαι το πρωί, κρίνο το μεσημέρι, ανθός ροδιάς το πρόσαργο,
στ’ αυλής μου το παρτέρι.
Το σ’ αγαπώ σου το ‘γραψα σε πέτρα που δε σβήνει, όταν πεθάνω να περνάς να σου το λέει εκείνη».
«Μ’ άρεσε να ακούω την ιστορία τους»