Όχ,ι όχι δεν έψαχνα μαργαριτάρια στον βυθό της Ελούντας!

Αναγνωριστικές βουτιές έκανα και έπεσα πάνω σε πίνες. Και πρώτη και δεύτερη και τρίτη…

Μα τα μεγαλοπρεπή οστρακοειδή ήταν νεκρά και προφανώς κενά μαργαριταριών μικρής αξίας, που ενίοτε κρύβουν στο εσωτερικό τους. Το ενδημικό είδος κινδυνεύει με αφανισμό τα τελευταία χρόνια, όπως διαβάσαμε σε περυσινό ρεπορτάζ της «Π», που επιβεβαιώνεται εξακολουθητικά.

Οι ερευνητές αναζητούν ακόμα τις αιτίες, αλλά εγώ που στερούμαι κάθε επιστημοσύνης έκανα συνειρμό με το χρυσοφόρο προϊόν της περιοχής, τον τουρισμό. «Λες να προσβληθεί και αυτός από κανένα μικρόβιο και να νεκρώσει;» αναρωτήθηκα εκεί στα 3 μέτρα.

Η πίεση μ’ ενοχλούσε στα αυτιά. Αναδύθηκα γρήγορα και κοίταξα προς τα πολυτελή ξενοδοχεία της περιοχής. Ερμητικά κλειστά. Τουλάχιστον μέχρι και την προσεχή Κυριακή, καθώς από Δευτέρα ο Χαρδαλιάς και η παρέα του συναινούν στο άνοιγμά τους.

Το ποδαρικό που έκαναν μετά την καραντίνα τα ξενοδοχεία 12μηνης λειτουργίας δεν το λες και αισιόδοξο. Το αντίθετο μάλιστα, καθώς πολλά έχουν ακόμα κατεβασμένα ρολά.

Πόσα θ’ ανοίξουν όμως από τα τουριστικά; Οι περισσότεροι ξενοδόχοι, που το σκέπτονται, περιμένουν την 1η Ιουλίου, οπότε και θα επιτρέπονται πτήσεις τσάρτερ στα περιφερειακά αεροδρόμια, άρα και της Κρήτης.

Και αυτοί με επιφύλαξη και ρίσκο. Κάποιοι μάλιστα θα τα κρατήσουν κλειστά, καθώς θεωρούν  χαμένη τη χρονιά, που σημαδεύτηκε από τη μεγαλύτερη πανδημία του αιώνα. Εάν η κολοβή τουριστική σεζόν δεν κυλήσει στοιχειωδώς καλά, τηρουμένων των συνθηκών, το πρόβλημα για την Κρήτη θα είναι ακόμα οξύτερο.

Το φθινόπωρο θα έχουμε κλάματα και το χειμώνα περιμένουμε οδυρμούς. Αν ο τουρισμός σε επίπεδο χώρας αποτελεί το 20% του ΑΕΠ, στην Κρήτη το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο. Ανεξάρτητα από την αλυσίδα που ζει από τον τουρισμό, χιλιάδες Κρητικοί συμπληρώνουν το εισόδημά τους από τα ξενοδοχεία.

Ένα συμπλήρωμα που φέτος θα εκλείψει για πολλούς με αποτέλεσμα  οικογενειακοί προϋπολογισμοί να καταστούν ελλειμματικοί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το νησί που οδηγήθηκε αφελώς στην μονοκαλλιέργεια του τουρισμού θα γονατίσει.

Αυτό στην δεκαετία της οικονομικής κρίσης, δεν φάνηκε τόσο, επειδή ακριβώς σε επίπεδο τουριστικών αφίξεων πετυχαίναμε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Και μπορεί οι μισθοί να ήταν κουτσουρεμένοι και η εκμετάλλευση για χάρη του «βάλτε πλάτη να ορθοποδήσουμε» να παγιώθηκε επικίνδυνα, αλλά χιλιάδες οικογένειες δεν έμειναν χωρίς μισθό ή μισθούς.

Τώρα στην καλύτερη περίπτωση αυτά θα μετατραπούν σε επιδόματα μέχρι το Σεπτέμβριο και βλέπουμε… Και αυτά μόνο για τους υπαλλήλους των ξενοδοχείων και όχι για όλους τους κρίκους της τουριστικής αλυσίδας. Όλα πλέον είναι θέμα τύχης και πιθανοτήτων, γεγονός που δεν επιτρέπει  σχεδιασμό και προϋπολογιζόμενα έσοδα.

Δεν ξέρουμε πόσοι και ποιοι τουρίστες θα έρθουν, δεν ξέρουμε τα επίπεδα των νοσούντων, ούτε και αν από τον Σεπτέμβριο επανακάμψει η πανδημία. Όμως πριν  φτάσουμε εκεί έχουμε να διαχειριστούμε δύσκολες καταστάσεις.

Κακά τα ψέματα, τα υγειονομικά πρωτόκολλα σε αεροδρόμια, λιμάνια και ξενοδοχεία θα εφαρμοστούν κατά το δοκούν και με τις δικές μας παθογένειες. Οι πρώτες ενδείξεις δεν είναι και οι καλύτερες.

Επιβάτες του εξωτερικού διαγιγνώσκονται με τον ιό και στο «Ελ. Βενιζέλος», το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας, εκτυλίσσονται σκηνές απείρου κάλλους. Ήδη κάποιοι ιθύνοντες κάνουν δεύτερες σκέψεις και αυτό δεν είναι καλό…

Το ζητούμενο είναι  να μην εκτεθούμε. Και ως προσφερόμενο (τουριστικό) προϊόν αλλά και ως ασφαλής προορισμός. Και αν χρειαστεί, να επαληθευτούν οι μεγαλοστομίες που θέλουν την Κρήτη υγειονομικά αυτόνομη. Διότι άλλο τα λόγια και άλλο η δοκιμασία σε πραγματικές συνθήκες.

Το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος οι Έλληνες κυκλοφόρησαν και μάλιστα πολύ. Κατέκλυσαν κατεξοχήν τουριστικούς προορισμούς. Η εικόνα πάντως δεν ήταν και η πιο ενθαρρυντική. Τα καταστήματα εστίασης επιβεβαίωσαν το πρόβλημα της απροθυμίας πελατών.

Δεν ξέρω αν είναι οι τιμές και το στιλ, αλλά προσωπικά μαγαζί εστίασης να «πηγαίνει πατητό» πραγματικά είδα μόνο στη Λατσίδα.

Αυτό με τα φημισμένα σουβλάκια! Και φαντάζομαι, «το γιατί» δεν θέλει επεξήγηση. Παρ’ όλα αυτά, μακάρι να μείνουμε στις νεκρές πίνες και να μην φτάσουμε στις μαύρες πείνες…