…με τον συμπαθέστατο Βαγγέλη να πιάνει με το χέρι τις πατάτες, λίγο αφού είχε σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπο

Ευτυχώς με το που άνοιξαν οι καφετέριες και τα εστιατόρια πρόλαβα και κατέβηκα να πιω μια μπίρα, γιατί ένα εικοσιτετράωρο μετά άρχισαν οι βροχές, οι καταιγίδες και τα κρύα.

Πραγματικά, δεν πιστεύω στις προλήψεις, αλλά αυτό το αστείο που μου είπε η φίλη μου η Χουλιέτα, η οποία δεν πίστευε ότι θα τρώει καρπούζι πλάι στο τζάκι ακούγοντας «Χριστός Ανέστη», με έβαλε λίγο σε πειρασμό να γίνω προληπτικός για τον πρωθυπουργό μας.

Πέρα όμως από τις προλήψεις και τα αστεία, αυτή η επιστροφή στην «κανονικότητα» δεν μου άρεσε καθόλου.

Λίγο οι σερβιτόροι που θύμιζαν διαστημάνθρωπους βγαλμένους από το Star Trek μ’ αυτά τα πλαστικά παραπετάσματα, λίγο η αίσθηση κακού χειρουργείου με σερβιτόρους που φορούν άτσαλα πολύχρωμες μάσκες και λίγο αυτή η γενικότερη αίσθηση φόβου, με έκαναν να θέλω να γυρίσω σπίτι ξανά.

Γιατί σίγουρα θα μπορούσα να απολαύσω καλύτερα τη μπίρα μου μπροστά στην τηλεόραση και ν’ αγκαλιάσω με πάθος τα πατατάκια, χωρίς κανείς να μπορεί να μου προσάψει τίποτα για τη σχέση που έχουμε αναπτύξει.

Γυρίζοντας ωστόσο σπίτι προσπάθησα να θυμηθώ πώς ζούσαμε πριν τον κοροναϊό και πώς συμπεριφερόμασταν για παράδειγμα τη δεκαετία του ’90. Θυμήθηκα μοιραία τα πάλαι ποτέ σουβλατζίδικα με τον συμπαθέστατο Βαγγέλη να πιάνει με το χέρι τις πατάτες, λίγο αφού είχε σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπο, που έδινε στον γύρο μια γεύση μοναδική.

Θυμήθηκα τα «μπουκάλια» στα μπαλκόνια των κλαμπ της Δουκός Μποφόρ, όπου σε έναν καναπέ καθόμασταν δεκαοχτώ κι από ένα ποτήρι πίναμε σαράντα. Κι αν το πρωί που φεύγαμε μας είχε «κόψει» το ποτό, μπορεί να πίναμε νερό για να «στρώσουμε», ακόμα κι απ’ τη γλάστρα!

Τότε πώς επιβιώναμε άραγε και πώς δεν μας έπιαναν κοροναϊοί, ακόμα αναρωτιέμαι. Για την ακρίβεια αναρωτιέμαι πώς αυτές οι γενιές που έτρεχαν με μηχανάκια από τα 12, πήγαιναν στα κλαμπ από τα 15 και περνούσαν σε πανεπιστήμια ακούγοντας πιο πολύ «Τρύπες» παρά μάθημα, έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα.

Μάλλον ήμασταν η «περιούσια γενιά». Ή για να το πω πιο σωστά… μάλλον ήμασταν και παραμένουμε η γενιά που εκτός από πόλεμο έχει περάσει τις 17 (όχι τις 7) πληγές του Φαραώ μαζί.

Οπότε ο σοφός Θεός έπρεπε να μας δώσει ανίκητες υπερδυνάμεις για να πεθάνουμε υγιείς στα 70! (Έστω 80 για τις κυρίες που μπορεί να δυσανασχετίσουν με το μικρό νούμερο).

Άρα πού καταλήγουμε; Αυτές οι γενιές του ’80 έχουν τελικά το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Όχι της νυχτερίδας της Γιουχάν ασφαλώς! Αν και τώρα που το καλοσκέφτομαι, μπορεί να είχε πρωτοπετάξει από εκεί.