Το στομάχι γουργουρίζει. Με κλειστά μάτια η μικρή ονειρεύεται ένα ποτήρι φρέσκο κατσικίσιο γάλα με ένα παξιμάδι. Λάθος. Πάμε από την αρχή; Το Αννιώ δε θα πιει γάλα σήμερα. Είναι Μεγάλη Εβδομάδα. Ο βαρύς ύπνος μετά την εκκλησία στον Αφέντη Χριστό και ‘κείνη την ωραία μελωδία «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός» με τη θεσπέσια φωνή του παπα-Παντελή, της «πείραξαν» το μυαλό. Είναι Μεγάλη Δευτέρα.

Μετά το πρωινό, ο Θεός να το κάνει, τσάι με παξιμάδι, οι μεγάλοι μάς μάζευαν τα παιδιά, να μας αναθέσουν τις «δουλειές» της μέρας. Η πάστρα στα σπίτια συνεχίζονταν και τα παιδιά κουβαλούσαν κουβαδάκια με νερό, ξεκρέμαγαν κουρτίνες, ή έκαναν πως βοηθούσαν στο πλύσιμο των χαλιών. Η πιο δυσάρεστη δουλειά για όλους ήταν να τους αναθέσουν να προσέχουν τους μικρότερους. Τον κουβά τον παρατούσες στην αυλή, την κουρτίνα μισή κρεμασμένη – μισή ξεκρέμαστη, αλλά τον μικρό αδερφό ή τη μικρή αδερφή πού να την αφήσεις!

Λίγο παιχνίδι και μια βόλτα ως τα άλλα σπίτια και τις άλλες γειτονιές απαραίτητη κι έτσι οι δουλειές πάντα έμεναν μισές. Δεν καταλάβαιναν τα παιδιά τι εννοούσαν οι μεγάλοι αναφερόμενοι σε εμάς: «πιο πολύς είναι ο μπελάς τους από τα καλά τους». Η γιαγιά από παλιά έλεγε στο Αννιώ πως η Μεγάλη Εβδομάδα είναι μεγάλη γιατί οι μέρες κρατούν πολύ. Με τα χρόνια καταλάβαινε πως ήταν Μεγάλη γιατί ήταν πολλά και μεγάλα αυτά που άνθρωποι έπρεπε να κάνουν. Μέσα τους και έξω τους.

Τα «έξω» ήταν πολλά και κουραστικά. Ασπρίσματα, καθαρίσματα, πλυσίματα, ζυμώματα. Αυτά τα κουραστικά για το σπίτι. Γιατί έχεις και τα «κουραστικά» της εκκλησίας. Κάθε βράδυ ως αργά με τη σύνοψη στο χέρι στην εκκλησία. Να νυστάζεις από την κούραση της μέρας, και να σε νανουρίζουν και οι ψαλμωδίες. Ο δρόμος από το σπίτι στην εκκλησία τεράστιος κάθε βράδυ. Η ώρα ίσα που σε φτάνει να φτάσεις στο κρεβάτι με τα ρούχα.

Κι ο επιτάφιος; Μάζευε λουλούδια, κόβε λεμονανθούς, κάνε κολαΐνες, στόλιζε επιταφίους. Μάθε τα εγκώμια, πες τα εγκώμια και μετά περιφορά σε όλο το χωριό ως το νεκροταφείο. Όλα πρέπει να τα κάνει το Αννιώ, κι ας είναι παιδί. Παντού να είναι και παντού να βοηθά και κυρίως υπό τις εντολές όλων. Επειδή είναι παιδί.

Όμως όλα τα παραπάνω μοιάζουν παιχνιδάκι μπροστά στα υπόλοιπα. Για να φτάσει ως το Πάσχα «εξαγνισμένη» η μικρή Αννιώ, θα πρέπει να αναλογιστεί και να μετανιώσει για τις φορές που δεν ήταν καλό παιδί. Και να ζητήσει συγγνώμη από όλους: γονείς, αδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες, γείτονες, φίλους. Αμάν πια, πόσα λάθη έχει κάνει αυτό το Αννιώ.

Και το χειρότερο: Όλα πρέπει να τα κάνει σχεδόν… νηστική. Με καμιά ελιά, παξιμάδι, κιτρολέμονο χοχλιούς, πατάτα κι άμα ο μπακάλης «δεήσει», λίγο χαλβά ή ταραμά. Τα θαλασσινά, τα ριζότα, τα χταπόδια και οι γαριδομακαρονάδες θα φτάσουν πολύ αργότερα στο χωριό. Και τα νηστίσιμα, όσα και να φας δε χορταίνουν. Δεν ξέρει το Αννιώ τι είναι χειρότερο: Να είναι Μεγάλη Εβδομάδα ή να πρέπει να κάνεις όσα σου λένε; Προς το παρόν, διώχνει τη σκέψη και παίρνει τη φλυτζάνα με τη ματζουράνα και το παξιμάδι.

Άλλωστε, η Ανάσταση έρχεται πάντα στο χωριό και μυρίζει φωτιά και μπαρούτι! Ήταν αυτό που αγόραζαν, κυρίως τα έφηβα και νεαρά αγόρια, σε κουτιά κι έφτιαχναν τα αυτοσχέδια βαρελότα, όπως έμαθα αργότερα πως λένε επίσημα τα σκλαμπατζίκια.

Μάλιστα, όταν έκαιγαν τον Ιούδα πετούσαν τα σκλαμπατζίκια κατά δεκάδες μέσα στη φουνάρα και «σείονταν» το χωριό. Κι ήταν όλοι εκεί παιδιά, γονείς, παππούδες και… καμάρωναν! Άλλωστε, τα περισσότερα παιδιά είχαν ασχοληθεί με αυτά μήνες ολόκληρους και είχαν δαπανήσει χαρτζιλίκια και έσοδα από κάλαντα αλλά και καλές χέρες.

Ξέρω πως έχετε πολλές απορίες θεμελιώδεις, όπως αυτές πως ανήλικα παιδιά αγόραζαν εκρηκτικές ύλες και πώς το επέτρεπαν οι γονείς τους. Δεν έχω απάντηση, καθώς για πολλά χρόνια κι εγώ είχα πιστέψει πως η μυρωδιά από μπαρούτι είναι έθιμο του Πάσχα!