Αν η πατρίδα μας είναι η παιδική ηλικία, κατά τον Ρολάν Μπαρτ, τότε η Μεγάλη Εβδομάδα είναι ένα ισχυρό τοπόσημο. Αναμφίβολα η καλύτερη εβδομάδα των παιδικών μας χρόνων, αν και τότε που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, δεν μπορούσαμε να συλλάβουμε έννοιες όπως Πάθη, Θείο, Προδοσία, Σταύρωση, Ανάσταση, ούτε και μπορούσαμε να βάλουμε τα δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων.
Ξέραμε μόνο για φουνάρες, Ιούδες, βαρελότα, πλακατζίκια και στα ντουζένια μας φτιάχναμε στρακαστρούκες ή οπλοφορούσαμε με «πιστόλια φωτοβολιδών» -όπως τα λέγαμε, αγνοώντας τους κανόνες τονισμού. Και όσοι είχαν επιρροές από το κατηχητικό, έπαιρναν μαζί με τη γιαγιά και το καρεκλάκι της, την Ιερά Σύνοψη, για να ακούν και ταυτόχρονα να διαβάζουν τα γράμματα των ακολουθιών στον πολιούχο του χωριού τους. Διότι, αν όχι Πάσχα στο χωριό, τότε πού;
Στο χωριό είχες την αμεσότερη πρόσβαση στα κλίματα των αμπελιών για τη μεγάλη φουνάρα έξω από την εκκλησία, στα λουλούδια για το στολισμό του Επιταφίου, στις μυρωδιές από τα καλιτσούνια και τα ανεβατά λαμπροκούλουρα, αλλά και στην πιστή τήρηση των εθίμων. Τα 12 Ευαγγέλια διά στόματος του πατέρα Παύλου, το πρόσωπο του οποίου εξέπεμπε όλη τη θλίψη των ημερών, ήταν το πιο καθηλωτικό στο τελετουργικό της Μεγάλης Εβδομάδας. Στο τελευταίο, δε, Ευαγγέλιο, η καθήλωση ήταν ανατριχιαστική!
Η περιφορά του Επιταφίου μέσα στης νύχτας της σιγαλιά, ήταν ασύγκριτη στα χωριά και το «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατό μου τέκνο», είχε την καλύτερη ακουστική στα στενοσόκακα υπό το βλέμμα μαυροφορεμένων γυναικών, που περίμεναν έξω από τα σπίτια τους με θυμιάματα και λιβάνια και για να περάσουν κάτω από τον Επιτάφιο.
Και πόσοι -αλήθεια- κατά τις ιερές πορείες των επιτάφιων δεν έσμιξαν, αγαπήθηκαν και ένωσαν τις ζωές τους, πριν ακόμα η Γλυκερία και ο Γαϊτάνος, κάνουν σουξέ με τα εγκώμια της Παναγίας; Οι παρθένες κόρες κατά τη θρησκευτική παράδοση έδιναν το δικό τους χρώμα στην κορύφωση του θείου δράματος.
Μεγαλώνοντας αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι χωρίς σταύρωση δεν υπάρχει ανάσταση και τότε ξεκίνησαν τα δύσκολα… Και τα διλήμματα: Ιησούν ή Βαραβά; Με ή χωρίς μαρούλια η μαγειρίτσα; Πάσχα στο χωριό ή Πάσχα σε νησί; Φιλί της Αγάπης ή φιλί του Ιούδα; Παραδοσιακός οβελίας ή αντικρυστό; Μαρία Μαγδαληνή ή Μαρία Κορινθίου; «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» του Φράνκο Τζεφιρέλι ή «Ο τελευταίος πειρασμός» του Μάρτιν Σκορτσέζε και του Νίκου Καζαντζάκη;
Τουλάχιστον καταλάβαμε τι σημαίνει Γολγοθάς. Οι περισσότεροι κατά καιρούς έχουμε ανέβει ένα. Οι πίστες ποικίλουν και ο βαθμός δυσκολίας αλλάζει. Και ο σταυρός δεν έχει το ίδιος βάρος για όλους…
Συναντήσαμε πολλούς Πόντιους Πιλάτους και είδαμε πολλές φορές τη διαδρομή από τον Άννα στον Καϊάφα. Επίσης καταλάβαμε ότι την προδοσία πολύ αγάπησαν μα τον προδότη ουδείς. Ακόμα, μπήκαμε πολλές φορές στον πειρασμό να μετατρέψουμε τα 30 αργύρια αρχικά σε δραχμές και μετά σε ευρώ. Αφήστε, δε, που πολλοί διαπίστωσαν ότι ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα και κολάστηκαν… Εκείνο που δεν είδαμε είναι μια συκομορέα για τους σύγχρονους Ιούδες…
Επίσης διαπιστώσαμε με θλίψη ότι… «αν ξανακατεβείς Χριστέ στη γη θα σε πεθάνουμε με μιας, έχουμε θάλαμο αερίων, έχουμε βόμβες νετρονίου» που άδει ο Γιώργος Πολυχρονιάδης. Παράλληλα, χορτάσαμε από χολή και ξύδι χωρίς να μάς τις επιβάλλουν για να ξεδιψάσουμε…
Τα πάθη μας πια δεν είναι θεία, αλλά στην εσχάτη των περιπτώσεων μοιραία. Το σίγουρο είναι ότι η εποχή βρίθει άπιστων Θωμάδων, ενώ απουσιάζουν οι αναμάρτητοι για να βάλουν πρώτοι το λίθο.
Το «Πάσχα των Ελλήνων, Πάσχα!» συνοψίζεται πια στο να φάμε τον περίδρομο και να πιούμε τον Βόσπορο!
Το πολύ πολύ, όσοι αγαπούν την ποίηση, τον Ελύτη, τον Θεοδωράκη και τον Μπιθικώτση να αναφωνήσουν, αν βρουν μια κατανυκτική στιγμή: Θεέ μου πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές κι εσύ μύρισες την Ανάσταση (από το ποίημα- ωδή στη ζωή)!