Θυμάμαι τη γιαγιά μου  να με προτρέπει, ή καλύτερα να με… διατάζει, να στηρίζω και τα δύο μπακάλικα  της γειτονιάς

«Παιδί μου, τώρα που άνοιξε και δεύτερο μπακάλικο στην αγορά, πρέπει να ψωνίζουμε τη μία μέρα από την κ. Μαρία και την άλλη από την κ. Κατερίνα. Έχουν παιδιά και περιμένουν από εμάς για να τα θρέψουν».

Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ή αρχές του ’90, θυμάμαι τη γιαγιά μου να με προτρέπει, ή καλύτερα να με.. διατάζει, να στηρίζω και τα δύο μπακάλικα της γειτονιάς, να μην αφήνω τα χρήματα που μου δίνουν οι γονείς μου για χαρτζιλίκι μονάχα σε μία οικογένεια, όλοι έχουν ανάγκη για να ζήσουν.

Θυμάμαι, ακόμα, τις θείες μου να πηγαίνουν σε ένα μανάβικο και να αποφεύγουν το μεγάλο σούπερ μάρκετ, που «έκλεβε» και τον περισσότερο κόσμο, δηλαδή τα περισσότερα πορτοφόλια.

«Πορτοφόλια;» Ναι, κάπως έτσι βλέπει ένα μεγάλο πολυκατάστημα έναν πελάτη, δεν γνωρίζει το όνομά του, δεν ξέρει αν έχει παιδιά, δεν τον ενδιαφέρει αν είναι καλά στην υγεία του, αν φροντίζει την άρρωστη μητέρα του. Δεν πρόκειται να του «γράψει» ο, τι αγόρασε, να δεχτεί, δηλαδή, ένα μικρό φέσι μέχρι την 1η του μηνός που αναμένεται να «πέσει» ο μισθός.

«Ο κ. Γιώργος είναι πελάτης μας, να τον περιποιηθούμε». Πόσο συνηθισμένη φράση είναι αυτή για τα μικρά μαγαζιά και πόσο… απούσα από ένα μεγαθήριο;

Θυμάμαι λίγο πριν την κρίση, στη γειτονιά μου οι γυναίκες δεν κατέβαιναν στο κέντρο για να αγοράσουν ρούχα, οι οικογένειες μερικών τετραγώνων εξυπηρετούνταν από δύο ή τρία μαγαζιά με ενδύματα που είχαν ανοίξει κοντά μας. Χαιρετούρες, χαμόγελα, ανταλλαγή ευχών την περίοδο των γιορτών, αγορές και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Λίγο μετά το 2007, όλα άλλαξαν, ήρθαν τα λουκέτα και έμειναν ισόγεια πολυκατοικιών ξενοίκιαστα για να φέρνουν στον νου.. περασμένα μεγαλεία.

Οι γιορτές έφτασαν, έστω και ένα συμβολικό δώρο θα γίνει για τα αγαπημένα μας πρόσωπα και, κυρίως, τα μικρά παιδιά που οι ζαβολιές τους θα δώσουν μία ξεχωριστή νότα στα οικογενειακά τραπέζια. Τα δώρα από πού θα αγοραστούν, από τις αλυσίδες ή από μικρά καταστήματα της γειτονιάς;