Λες και κάποιος τους ψιθυρίζει περιπαιχτικά στο αυτί «αντίο, αντίο και αύριο σχολείο»
Ο φόβος σε κάνει ρομπότ και σε βάζει σε συνθήκες απόλυτης προσαρμογής. Αυτό που χθες σου φαινόταν αδιανόητο, σήμερα σου μοιάζει φυσιολογικό. Μερικές βδομάδες μόνο αρκούσαν, για να γίνει κανονικότητα το λουκέτο τα μεσάνυχτα. Στην πίστα, στον αρτίστα, στη μπάρα, στη σκάρα και γενικά σε ό,τι έχει σχέση με την εστίαση και τη διασκέδαση. Και αν για τους ιδιοκτήτες τα ζόρια είναι τεράστια, για τους θαμώνες η ενσωμάτωση στην νέα τάξη εξόδων- εισόδων ήταν πιο εύκολη. Σα να βγαίνουν με αυτόματο πιλότο είναι πράγμα…
Λίγο πριν τις 12 τα μεσάνυχτα τραβάνε τις τελευταίες γουλιές, σηκώνονται, πληρώνουν, παίρνουν τα σαρκία τους και φεύγουν για το σπίτι. Λες και κάποιος τους ψιθυρίζει περιπαιχτικά στο αυτί «αντίο, αντίο και αύριο σχολείο». «Είναι δώδεκα η ώρα, είναι η ώρα των τρελών…» που τραγουδούσε και η αείμνηστη Αρλέτα, στο Λύκο. Μόλις ο ένας δείκτης καβαλήσει τον άλλο, το κέντρο της πόλης μετατρέπεται σε μια κυψέλη με πολύβουα μελίσσια.
Η ταυτόχρονη έξοδος από τα μαγαζιά εκατοντάδων (κυρίως) νέων, γεμίζει την πλατεία και δημιουργεί ουρές στα σουβλατζίδικα για να μην πέσουν στο κρεβάτι με άδειο στομάχι ή να ισοφαρίσουν τα λίγα ποτά που πρόλαβαν να πιουν. Τα στενά του κέντρου γεμίζουν κόσμο που κατευθύνεται πεζή στην εστία του. Άλλοι με τις μάσκες στα πρόσωπα και άλλοι στον αγκώνα. Σαν το κράνος του απείθαρχου δικυκλιστή. Ο φόβος του προστίμου, λόγω ώρας, έχει υποχωρήσει.
Σου λένε, πού να τρέχουν τώρα δημοτικοί και οι άλλοι αστυνομικοί να κόβουν πρόστιμα; Κι όμως, την ίδια ώρα αστυνομικοί της τροχαίας στήνουν μπλόκα για αλκοτέστ μια ανάσα από το κέντρο, για να πιάσουν όσους πρόλαβαν να τα τσούξουν μέχρι τις 12. Και μέσα στον κόσμο που εγκαταλείπει σιγά σιγά το κέντρο, να και ο Γιώργος, ο αλήτης, η κορμάρα! Σένιος, αρωματισμένος και αποφασισμένος. Αποχωρίζεται δυο κορίτσια, κάτι λένε χαμηλόφωνα και κατευθύνεται για το αμάξι του. Το πρόσωπο του έδειχνε ότι η βραδιά δεν είχε τελειώσει. Ή τουλάχιστον όχι τόσο άδοξα.
Μιλήσαμε για πέντε λεπτά, αναλύσαμε τα αδιέξοδα θαμώνων και ιδιοκτητών και καταλήξαμε ότι ο λογαριασμός δεν βγαίνει… Σίγουρα βγαίνει για το πολυκατάστημα του μεγάλου πεζόδρομου, όπου περασμένα μεσάνυχτα πια και από τα φορτηγά ξεπηδούν εκατοντάδες κούτες, με τη φθινοπωρινή κολεξιόν, αυτήν την prêt-a-porter, που προφανώς και δεν υπόκειται σε εκπτώσεις και προσφορές, με τις οποίες κάποια άλλα μαγαζιά προσπαθούν να ρουφήξουν το οξυγόνο της επιβίωσης. Αλλά για το πολυκατάστημα πέρα βρέχει ο… Ιανός! Το επόμενο πρωί κιόλας οι ουρές θα είναι εκεί, κάτω από τον καυτό ήλιο του Σεπτέμβρη.
Αλλά ας μείνουμε για λίγο ακόμα στη νύχτα, στην κουτσουρεμένη έτσι που την κατήντησε η πανδημία και οι διαχειριστές της.
Περπατάω στο δρόμο και θυμάμαι την ιδέα που μου ανέπτυξε λίγο νωρίτερα ο μπάρμαν ο αχρείος, από τον οποίο πέρασα να πιω ένα ποτό για τις ανάγκες του ρεπορτάζ. Θυμάσαι, μου λέει, εκείνη την υπόγεια ντίσκο (Εσπερίδες- αν και δεν θυμόταν το όνομα της); «Αυτή θα ήταν η τέλεια λύση, να τη μετατρέψουμε σε κλειστό κλαμπ afterάδικο και να πηγαίνουν για τα ποτά τους οι μυημένοι, ανοίγοντας την πόρτα με ειδική πλαστικοποιημένη κάρτα, που θα έχει χαραγμένα πάνω της πέντε γράμματα και δύο αριθμούς: covid-19»!
Ε, ρε τι σκαρφίζεται ο άνθρωπος, που κάποτε με σέρβιρε για αρχή στις 23:55 τρεις τετράδες σφηνάκια τεκίλα για να ξεκινήσει η βραδιά! Συνεχίζω τον δρόμο μου και αναρωτιέμαι αν υπάρχει ζωή μετά τα μεσάνυχτα και αν το Ηράκλειο θα ξαναγίνει η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ; Και πριν προλάβω να μου δώσω απαντήσεις προσγειώνομαι στην πραγματικότητα… Δυο άστεγοι κοιμόντουσαν κατάχαμα, στον δρόμο. Και έχει πολλούς τελευταία το Ηράκλειο. Για να μας δείξουν ότι η πανδημία έχει και σκληρότερο πρόσωπο, δημιουργώντας πολλά θύματα, χωρίς καν να νοσήσουν.